Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
— Τον έφαγαν οι καλαμαράδες! είπε συλλογισμένος. Είχε ιδεί τον Αριστόδημο, ίδιο τον Αριστόδημο να παραστέκη και να προστάζη όλη εκείνη την αργατειά. Φορούσε μια πλατύγυρη ψάθα στο κεφάλι και χρωματιστά ματογυάλια στη μύτη του. Ήταν ακούρευτος κι αχτένιστος· φορούσε πρόστυχα και μισοτριμμένα ρούχα κ' ένα πουκάμισο αλατζένιο, μαύρο από τον ίδρωτα και τη σκόνη.
Μια μέρα, στα μέσα Ιουνίου, ανέβηκε μέχρι το καλύβι του Έφις. Έκανε πολύ ζέστη και η κοιλάδα ήταν όλη κίτρινη κάτω από έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό. Ο υπηρέτης έπλεκε μια ψάθα στη σκιά των καλαμιών με δάχτυλα που έτρεμαν από τον πυρετό της μαλάριας.
Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκα.» Πετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.
Στην ψάθα να σε κλάψει δε θα σε βάλει η μάννα σου, μον το χοχλάτο ρέμα θα σε τραβήξει ως κάτου εκεί στης θάλασσας τον κόρφο. 125 Θα ρέβετε έτσι ως που μπροστά στο κάστρο σας να φτάστε, 128 φεβγάλα εσείς και πάντα εγώ λιανίζοντας ξοπίσω.
Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.
Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν