Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
— Ε! και τι να κάμη, σα σας ακούω και σας! έκραξεν ανυπόμονος ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. Μπορεί να μνουχίση τον γυιο του; — Καλλίτερα να τον πανδρέψη, είπεν ο παπάς. Έχουμε κορίτσια στο χωριό. Πώς σας φαίνεται η ανηψιά μου, η Ουρανίτσα του Θωμά Κουμπή; — Καλή και άξια, είπεν ο καπετάν Πέρρος. — Καλά θα τον πανδρέψω, είπεν αποφασιστικός ο κυρ Δημητράκης. Σου δίνω τον λόγον μου, παπά μου.
Εκρατιόταν όμως από φόβο μήπως ειπή και άλλη πρόστυχη λέξη. — Οι ξένοι σού δίνουν την απάντηση· του είπε μόνον με ψυχρή σοβαρότητα. Ο Δημητράκης στεκότανε ορθός κοντά στο τραπέζι, αδιάφορος και στις ματιές του αδερφού του και στα λόγια των σοφών.
Άμα σου φεύγη κανένα πουλάκι, εδώ νάρχεσαι να το ζητάς. Μικρά μεγάλα στον κήπο μου έρχονται και φωλιάζουν. Ο Δημητράκης κατακόκκινος το πήρε κ' έφυγε τρεχάτος. Έπειτα όμως σκέφτηκε την καλωσύνη της, το χαμογέλοιο, την ομορφάδα της και θύμωσε για το φέρσιμό του. Αυτός εφάνηκε πρόστυχος όχι εκείνη. Δίχως άλλο· ο αδερφός του δεν ήξερε τι έλεγε.
Έμεναν πάντοτε αμφίρροποι, και δεν εξεφράζοντο ποτέ αρκετά σαφώς διά παν ζήτημα. Ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου έλεγε μόνος του εις μίαν ημέραν τόσα λόγια, όσα δεν έλεγαν εις δέκα συνεδριάσεις όλοι ομού οι προεστοί. Πλην, με όλην την στωμυλίαν ταύτην, κανέν υποκείμενον δεν εσαφηνίζετο.
Οι πολλοί γαμπροί, έλεγε, κάνουν καμμιά φορά τη νύφη και γεράζη στο σπίτι του πατέρα της. — Μα είνε ατιμία! φώναξε αγριεύοντας ο Αριστόδημος. — Ατιμία — ξατιμία, τι να κάνουμε ; — Τι να κάνουμε; Τώρα θα σου δείξω γω τι θα κάμω. Έτρεξε μέσα, πήρε το καπέλλο του και το ραβδί του κ' ετοιμάστηκε να κατεβή τη σκάλα. — Πού πάς; τον ρώτησε ο Δημητράκης, πιάνοντάς τον απ' το χέρι αλαφρά.
Το δειλινόν, όταν είδεν ο Δημητράκης τον υιόν του, του είπε: — Άκουσα, κυρ Αγάλλο, πως πήγες κάτ' απ' τα παράθυρα καποιανής, κ' έκαμες πατινάδα. Τώρα δεν είσαι μικρός, είσαι μεγαλείτερος απ' τον αδερφό σου τον νοικοκυρεμμένο. Κοντεύεις να τριανταρίσης. — Αλήθεια, αφέντη, είπεν ο Αγάλλος. Και όταν ενύχτωσε, διηυθύνθη διά πλαγίου δρομίσκου προς το μέρος της Αναγκιάς.
Εκείνος θύμωσε· αρπάζει τη μηλιά απ' το χέρι μου και μου δίνει μια σπρωξιά. Να, έτσι έπεσα και λερώθηκα... Μα τι στραβόκοσμος! τι στραβόκοσμος!.. — Τι ήθελες ν' ανακατωθής του λόγου σου, είπε ο Δημητράκης. — Γιατί, κύριε! τον ρώτησε ο Αριστόδημος με θυμό. Το μυαλό δεν τόχει κανείς μοναχά για τον εαυτό του· τόχει και για τους ξένους.
Ούτε ο λέγων εφαίνετο να ηξεύρη ακριβώς τι έλεγεν, ούτε οι ακροαταί του ενόουν ευκρινώς τι ήθελεν ο αγορητής να είπη. Εκείνο το Σάββατον, οπού ο κυρ Δημητράκης επέστρεφεν οίκαδε περί την μεσημβρίαν, σοβαρός και γαλήνιος, σκεπτικός εις όλον τον δρόμον, είχε συζητηθή θέμα πολύ ευγενές εις το Κιόσκι, εις την συνάθροισιν των προεστών.
Ο Δημητράκης, συνήθως, ούτε έστελλεν απάντησιν, και διότι είχε γογγύσει η καρδιά του κατά του Αγάλλου, και διότι δεν είχε πλέον γραμματικόν, όστις να του συντάξη επιστολήν. Ο Λογιώτατος έλειπε χρονικώς εις την Ύδραν.
— Με συμπαθάς· απάντησε ο Δημητράκης ατάραχος· η λέξη δεν ήταν πρόστυχη, ήταν το νόημά σου. Με μαλώνεις πως δεν τιμώ τους προγόνους μας. Τους τιμώ και τους δοξάζω. Ήταν μεγάλοι άνθρωποι, ναι· μα πρέπει να ζήσουμε κ' εμείς. Και να ζήσουμε τη σημερινή ζωή, όπως έζησαν κ' εκείνοι τη δική τους· Ξέρεις ένα πράμα; — Τι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν