Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Τα φύλλα πέφτανε αργά ένα — ένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέρα — πέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.
Μπα! βλέπεις Τι γράφει στο γράμμα; θάρθη, λέει, στο γάμο και θα μας στεφανώση αν θέλουμε. .. — Αν θέλουμε! ακούς αν θέλουμε· είπε χαρούμενος ο Δημητράκης, παίρνοντας το γράμμα από τα χέρια της. Ο Αριστόδημος πηγαινορχόταν απ' άκρη σ' άκρη στην ταράτσα, κουνώντας το ραβδί και καπνίζοντας το πούρο του αφρόντιστα.
Δεν του φαίνεται τόσο ζηλευτός. Και δε συλλογίστηκε ποτέ, πρόσθεσε η κόρη θυμωμένη, δε συλλογίστηκε πως ο κορμός είν' εκείνος που δένει τη ρίζα με τα φύλλα. — Να σου ειπώ την αλήθεια, Ελπίδα; είπε ο Δημητράκης αφωσιωμένος στο κέντημα· θλίψη και πόνος με πιάνει με το κέντημά σου. Η σκούρα κλωστή βασιλεύει ολούθε. Πού και πού φαίνεται τ' ασήμι και το χρυσάφι.
— Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση και τας εφημερίδας του. Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα, — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών. — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης — εις ον πρέπει τέλος να δώσωμεν έν όνομα. — Ολόκληρος.
Καλλίτερα να τα λέμε μπροστά, κυρ Δημητράκη. Να μη γνέφη τινάς οφθαλμώ μετά δόλου, λέγει ο σοφός Σολομών. Ο &ελέγχων& μετά παρρησίας &ειρηνοποιεί&. — Εγώ τώρα τ' ακούω αυτό, επανέλαβε κατηφής ο κυρ Δημητράκης. — Γιατί στερνά τα μαθαίνει όλα κείνος οπού έπρεπε πρώτος να τα ξέρη, είπεν ο παπάς. Και &έσονται οι πρώτοι έσχατοι.&
Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.
— Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η φωνή της υπηρετρίας. — Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.
Τυφλίτες! δε μπαίνετε καλήτερα στις τρύπες σας. — Έτσι το γράφει η μοίρα μας· εψιθύρισε υπομονητικά στενάζοντας ο Γκενεβέζος· να φεύγουμε το φως όπως οι πρώτοι χριστιανοί. Στις κατακόμβες θα κάνωμε τις λειτουργίες μας. — Εσείς μάλιστα· εγώ όμως όχι! διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης. Κ' εστύλωσε ορθάνοιχτα έξω τα μάτια του, λες κ' ήθελε να λούση με το θαυμαστό πανόραμα την ψυχή του.
Έβλεπες το τριαντάφυλλο κι άρπαζες σύνωρα το μοσκοβόλημά του· έβλεπες θέρο κ' ένοιωθες το ψωμί δίπλα σου· έβλεπες φονικό κι ανατρίχιαζες σύψυχος· έβλεπες εχτροτσάκισμα και φώναζες: απάνω τους! — Ωραίο κέντημα! Είπε ο Δημητράκης. Νόμιζα πως μονάχα η φύση μπορούσε να μας δώση τόσο τέλειο κέντημα. — Και μήπως εγώ δεν είμαι γέννημα της φύσης! Κ' εγώ κ' εσύ και όλοι μας.
Εκείνος επρότεινε τους όρους του· θα κατεβή ναι, αν κατεβούν μαζί του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους. Αλλοιώς δε γένεται. Ο Αρχαιολόγος αναγκάστηκε να δεχτή. — Ας έρθουν, είπε· φτάνει να μην έχουν μαζί μου κουβέντες· δικό μου και δικό τους. Μονάχα ένα τραπέζι — ας το βάλουν στο νου τους — μονάχα ένα τραπέζι θα μας σμίγη... — Ας είνε κ' ένα τραπέζι· παραδέχτηκε ο Δημητράκης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν