United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις γονάτισε στο συνηθισμένο μέρος κάτω από τον άμβωνα, ακούμπησε το κεφάλι στην κολώνα και προσευχήθηκε. Το αίμα άρχισε πάλι να κυκλοφορεί στις φλέβες του, αλλά ζεστό και βαρύ σαν τη λάβα.

Ό,τι λοιπό βγήκε το συνηθισμένο το γλυκό κι ο καφές, να κι ο νοικοκύρης ο Γιάνης και μπαίνει, και μας καλωσορίζει κι αυτός. Αποθέτει το τουφέκι, καθίζει, αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είνε της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάνης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός.

Το δράμα, ξετυλιμένο σε συνηθισμένο κόσμο, και χωρίς τίποτε που να μας ξαφνίζη στο δέσιμο του, είναι σοβαρό, σαν ακολουθία προτεσταντική στη λύπη του, και είναι, γενικώτατα λεπτά και επιδέξια ψυχολογημένο. Το σπίτι του Μεμιδώφ, σπίτι τιποτένιων μα ο καθένας απ' αυτούς έχει το δικό του γυάλισμα.

Τις στιγμές εκείνες του ήταν αδύνατο ν' ανακαλύψει το πιο εύκολο και συνηθισμένο μέρος, απ' όλα τα μέρη του καραβιού. Η κανονιοφόρα φαινόταν ακόμα με την πλώρη της κολλημένη στα πλευρά της βενζινακάτου.. Σε λίγο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού ο άνθρωπος. Κολυμπούσε δυνατά μ' απλωμένες χεριές κι' έφτασε στη βενζινάκατο.

Η γριά σήκωσε εκνευρισμένη το κεφάλι και ο λαιμός της, όλο νεύρα, φάνηκε να μακραίνει περισσότερο από το συνηθισμένο. «Και μήπως στο σπίτι μου έρχεται για ερωτοδουλειές; Όχι, είναι τίμιο παλικάρι. Ούτε το χέρι δεν αγγίζει της Γκριζέντα. Αγαπιούνται σαν καλοί χριστιανοί που περιμένουν να παντρευτούν. Μίλησέ μου με τη συνείδησή σου, Έφις, τι σκοπό έχει; Κάνε μου αυτή τη χάρη.

Ακριβώς το συγκινητικά συνηθισμένο της ιστορίας αυτής με τις διάφορες ασήμαντες λεπτομέρειες κατασύντριψε τους ξένους· γύμνωσε τα όνειρά μας από τη λαμπράδα της χίμαιρας και μας πλημμύρισε με σιωπηλή μελαγχολία.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο. Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός.

Ένοιωσα πως αυτό που είπε, το είπε σοβαρά κ' ήξερα πως η λέξη αιστηματικότητα δεν είχε δω τη θέση της. Μα είδα κιόλας πως περίμενε να της πω κάτι και γω και γι' αυτό της απάντησα: — Δεν πιστεύεις πως κατιτί μπορεί να γεράση και να γίνη συνηθισμένο, χωρίς να χάση τίποτε από τη δύναμη, τη χαρά και την ιερότητά του; Τέντωσε τα μάτια και με κοίταζε, σα να ήθελε να δη στο βάθος της ψυχής μου.

Να το ιδή κι' αλλού τριτόνει, Παρευτύς σ' αυτό ζυγόνει, 1060 Και με όψι θαρρευτή Το θηρίο ακλουθόντας, Και μ' αυτό συνομιλόντας, Συνοδιά του περπατεί. Όσο κι' αν είναι φοβερό 1065 Το καθετί, με τον καιρό Πασάνας συνηθάει Να το καταφρονάη. Κι' αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, 1070 Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. Μ Υ θ Ο Σ Ις.