Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Αλλά ο Έφις βγήκε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, με το σκούφο στη μασχάλη, και απομακρυνόταν δίχως να απαντήσει. Κεφάλαιο τρίτο Άδικα όμως τις μέρες που ακολούθησαν και για εβδομάδες οι αδελφές Πιντόρ περίμεναν τον ανιψιό.

Η γραία-Αχτίτσα εις φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλαβε το παρά του υιού της αποσταλέν γραμμάτιον, εφ' ου εφαίνοντο γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα και άλλα χειρόγραφα, εξ ων δεν ενόει τίποτε ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε αυτή, και μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.

Ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις εκάθητο βλέπων τους παίζοντας το &κιάμο& εις παράπλευρον καφενείον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη. Εισήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτην να τον δανείση τα γυαλιά του και ήρχισε να συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας. — Πρέπει να είνε αγγλικά, είπεν, εκτός αν είνε γερμανικά. Από πού έρχεται αυτό το δελτάριον;

Γνωρίζει τέλεια το ζήτημα των τραγωδιών και των βιβλίων, κ' έκαμε και μια τραγωδία που την σφυρίξανε, κ' ένα βιβλίο, που κανένα του αντίτυπο δε βγήκε από το μαγαζί του εκδότη του, εξόν ένα, που μου αφιέρωσε. Μεγάλος άνθρωπος! Είπε ο Αγαθούλης· είν' ένας δεύτερος Παγγλώσσης.

Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το δρόμο: τα βήματά τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,, αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι τους.

Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγη. — Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Έκαμε να τραβήξη μπροστά και στάθηκε. — Πεφάνη! Πεφάνη! Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ' τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κύτταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά.

Εγώ την ξέρω με το νι και με το σι, είπεν ο Γιώργης, από τον μπάρμπα μου το γέρω Ζέπω· σου τήνε λέω άλλη φορά. Κι' εμπήκε στο μαγαζί του.

Οι χωρικοί άρχησαν το ξεφόρτωμα και με τη βοήθεια του γουμένου σε μισή ώρα έβαλαν την πραμμάτεια στο μαγαζί της Μονής, που ήταν έτοιμο από νωρίς και, αφού ο Μανάρας είπεν ό,τι είχε να πη του γουμένου, εκάθησαν στα ζώα κ' έφυγαν.

Ο κάπηλος τον ήκουε σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα είξευρε προτήτερα απ' εκείνον. Αλλ' είνε μεγάλη διαφορά να είνε τις αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχη μαγαζί.

Τοιουτοτρόπως το τιποτένιο αυτό μαγαζί, ήτο το θορυβωδέστερον όλων των μαγαζείων, διότι ειργάζετο πάντοτε, και ανοικτόν και κλειστόν, εις επισήμους περιστάσεις του χωρίου. Διά τούτο ο καπετάν-Παρμάκης, ο νέος υποψήφιος δήμαρχος, μόνον εις αυτό εσύχναζε. Βαρυνθείς την θάλασσαν, επώλησε την ωραίαν σκούναν του, την ταχείαν και καλοθάλασσον «Ελένην» κ' έγεινε στεργιανός.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν