United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζη σκληρώς, αλλ' ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι, «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλείτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».

Ήθελε ν’ αγοράσει έναν καινούργιο σκούφο για να τον υποδεχτεί και έτσι κατέβηκε στο μαγαζί του Μιλέζου, συμβιβασμένος ακόμη και με την ιδέα να χαιρετήσει τον άνθρωπο που καθόταν στο παγκάκι. Ήταν ο ντον Πρέντου, ο πλούσιος συγγενής των κυριών του.

Το θορυβωδέστερον μαγαζί του χωρίου ήτο το οινοπωλείον του Γεωργή της Θασίτσας, εγγύς της παραλίας, εις το σκότος ενός στενού. Κυρίως δεν ήτο ούτε οινοπωλείον τακτικόν, ούτε μαγειρείον, ούτε μαγαζί καν. Δεν ήτο τίποτε.

Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, είτανε για να γράψη στους δικούς του. Στην κάμαρά του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθή. Αυτή είταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήση λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμη το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο.

Ο 'γούμενος έκλεισε την πόρτα την εσφάλισε με τον ξύλινο μοχλό, έπειτ' ανέβηκε στο 'γουμενηιό, άναψ' ένα φαναράκι κ' επήγε ίσια στο μαγαζί και το εκλείδωσε· έπειτ' ανέβηκε να ησυχάση.