Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Να της μιλήσω, θα την παρατρομάξω, κ' είνε ο νους της φαρφουρί πυρωμένο που ταγγίζεις και σκάνει. Ας την ακολουθήσω, ίσως και χρειαστή βοήθεια στο δρόμο της. Η ίδια. Σκουντάει την πλάκα και βγαίνει ο Κωσταντής βουρκολακιασμένος. Κωστ. Τανάθεμα με σήκωσε από το βαθύ μου τον ύπνο· Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη!

Ρώτησα κόσμο και κόσμο, μα κανένας δεν ήξερε να μου πη τίποτε. Η γιαγιά κοιμάται ακόμη κάτω από μια μαρμαρένια πλάκα, φαγωμένη από τον καιρό, κιτρινισμένη απ' τα χρόνια. Όλα τα μνήματα τριγύρω είναι βουβά. Μα κάποια φωνούλα αντηχεί κάποτε απάνω στο κυπαρίσσι τους, κάποιο μουρμούρισμα κλαδιών τα ζωντανεύει. Το πιο βουβό μνήμα είναι το μνήμα της γιαγιάς.

Από το χέρι μας τίποτις άλλο δε βγαίνει. Κοιμητήριο της Αγιά Μαρίνας. Νύχτα. ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ. Και που να βρη μάννα του παιδιού της την πλάκα σε τόσα νιαρόστρωτα μνήματα και με τέτοιο σκοτάδι! Πλάγι σταδερφάκια του είπα να τονέ βάλουν, εκείνα θα μου πουν πού είνε ο Κωσταντής μας. Αχ, Σαράντη μου και Θανάση, άχαρη και κρύα συντροφιά που την έχετ' απόψε!

Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα. Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο.

Μίαν τοιαύτην πλάκα ενεπίγραφον είχεν ανακαλύψει και αυτός προ καιρού, αλλ' έκαμε την ανοησίαν να την δείξη εις ένα κοκκινογένη Φράγκον, διερχόμενον από το χωριό. Τούτων λεγομένων ήνοιξεν η θύρα και εισήλθεν ένας χωριανός, συγγενής του οικοδεσπότου, όστις προ ολίγων στιγμών είχεν επανέλθει εξ Ηρακλείου· και όλοι εστράφησαν προς αυτόν διά να μάθουν τα εκ της πόλεως νέα.

Τούτο θα ηδύνατο να είπη διά σε πολύ ευστόχως ο Διονύσιος και θα ήξιζε δι' αυτό να του χρυσώση κανείς εκείνην την πλάκα.

Σώνει να ξέρης πως σα γύρισα πίσω, και τόνοιωσαν πως είταν κληρονομιά μου, μούδωσαν ταμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω. Πήρα το χτήμα, και σύχασα. Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκκλήσι, που είταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμμένους. Είμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα!

Γερμένα τα δέντρα πάνω στο νησί, φωτολουσμένα κι αφτά κάτω από τα λαμπρό φεγγάρι, εκρέμαγαν φανταχτερές πλεξούδες τα κλωνάρια τους απάνου στου γιαλού τακίνητα τα πλάτια, κ' εμάκρεναν τους πυκνωμένους ίσκιους τους κάτω στην ασημένια πλάκα. Εχάιδεβαν τα ολόγλυκα αργυρόφωτα τις ρειπωμένες τάπιες του Χαλασμένου κάστρου πάνω στο νησί· εξέκοβαν, εξέσερναν κάτω μαλακά, στα σωριασμένα πάνω τα χαλάσματα.

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Κι’ εκεί κοντά στην Εκκλησιά και δίπλα στην πλατεία, Κέντα έναν τάφο πενιχρό, λησμονημένον τάφο, Μ’ ένα καντήλι, ταπεινό να καίη στο κεφάλι, Κι’ απάνω στην κατάλευκη και την τρισάγια πλάκα, Κέντα μι’ απλήν επιγραφή, μ’ αυτές τες λέξες μόνο : «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς-Ο Μάρτυρας του Γένους» .

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν