Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.
Ουδείς ετόλμα να αντείπη εις τούτο, διότι εφοβούντο την συνωμοσίαν, η οποία εφαίνετο πολυάριθμος· εάν δέ τις αντέλεγεν, αμέσως εφονεύετο διά τινος τρόπου επιτηδείου. Τους δολοφόνους ούτε τους εζήτουν, ούτε, εάν τους εποπτεύοντα, τους ετιμώρουν. Ο λαός ησύχαζε, και ο τρόμος αυτού ήτο τοιούτος, ώστε και σιωπών ενόμιζε κέρδος, εάν διέφευγε την βίαν.
Κάθε κομματάκι, που απεσπάτο από τον βράχον, έπιπτε και ανεπάλλετο, επήδα και εκυλίετο από τον ένα βράχον εις τον άλλον μέχρις ότου έφθανε εις το βάθος και εκεί ησύχαζε. Ο Ρούντυ εστέκετο εκατόν περίπου βήματα όπισθεν του θείου, επάνω εις στερεάν κορυφήν προεξέχοντος βράχου.
ΓΕΛΩΤ. Άκουε, παππού: Έχε πλειότερα απ' όσα ξοδεύεις, λέγε λιγώτερα απ ’όσα γνωρίζεις, βάστα πλειότερα απ' όσα δανείζεις, μην περιπατής όταν ημπορής να καβαλικεύης, άκουε πολλά κ’ ολίγα να πιστεύης, όλα σου τα κέρδη μη τα κινδυνεύεις, μη μεθοκοπάς ούτε να πορνεύης, κάθου και ησύχαζε, κ' έτσι θα κερδίζης εις τα κάθε είκοσι, δέκα δυο φοραίς. ΚΕΝΤ Αυτό και το τίποτε είναι ένα, τρελλέ.
Τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου; Μια και δυο τάχω ακουσμένα; Κάλλιο να τον έπαιρνε ο Θεός, σου τώπα, να ησύχαζε κι' αυτός, κ' οι γονέοι του, κ' οι ξένοι ανθρώποι. Απάνω στην κουβέντα, γαβ-γαβ, λυσσάξανε τα σκυλιά στις πρίμες των καϊκιών. Δυο καΐκια ήτανε δεμένα στο μώλο. Γαβ-γαβ κι' από τα δύο, πότε τώνα σκυλί, πότε το άλλο.
Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον: — Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου! — Ου ου ου ου ου! Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.
— Περιμέναμε τόση ώρα εδώ, μουρμούριζε ο Ούλοφ. Πού είσαστε; — Διαβάζαμε το βιβλίο του πατέρα, απαντούσε η μαμά. — Δεν μπορούσατε να περιμείνετε να φάμε πρώτα; — Όχι, δεν μπορούσαμε. — Θα είναι αστείο βιβλίο, έλεγε ο Ούλοφ. Μα ο Σβάντε, που δεν ήξερε να συλλαβίση ακόμα, έπαιρνε στην προστασία του το άγνωστο βιβλίο του πατέρα και, όπως πάντα, έμπαινε η μητέρα στη μέση κ' ησύχαζε τα ταραγμένα νερά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν