United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχε καιρόν να τας οδηγήση οπίσω εις την μάνδραν, και να τας ασφαλίση. Βοσκόν άλλον ν' αφήση αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παληόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον.

Και ήτο έτοιμος, όπως πρότερον ανέβαλε ν' ανοίξη τας πύλας του φρουρίου απλώς διά να βασανίση τον βοσκόν, διότι τον ενόμισε θέλοντα να εισέλθη εις το φρούριον δι' ιδιαιτέραν του υπόθεσιν, ούτω τώρα ν' ανοίξη την πύλην και να σηκώση διά του αρχετύπου μοχλού την γέφυραν μίαν ώραν αρχήτερα, εις το πείσμα του αιπόλου, κελεύοντος να μείνη υψωμένη η γέφυρα.

Και η Σμάλτω ήρχισε να περιλαμβάνη εις την κατάραν της και την ημέραν, κατά την οποίαν εγνωρίσθη το πρώτον μετά του Μήτρου και ν' αναπαριστά εις τον νουν της τας συναντήσεις των εκείνας. Δεν τον εφοβείτο τότε, καθόλου δεν τον εφοβείτο. Τουναντίον αυτή πρώτη επορεύετο προς τον βοσκόν και καθήμενοι οι δύω των υπό την σκιάδα, συνωμίλουν όλην την ημέραν.

Και είπε προς τον βοσκόν: — Δεν είναι παράξενον. Δεν είναι παράξενον μπάρμπα-Γιωργό, παιδί μου. Αι ψυχαί των μακαρίων αγαπούν να συναναστρέφωνται με τους ζώντας, ως αι ψυχαί των αγίων, επισκεπτόμεναι τους αγαπημένους των, τα σπίτια των, τα αμπέλια των, παν ό,τι ηγάπησαν τρυφερώτερα εις τον κόσμον αυτόν. Η Κουκκίτσα μου ήταν ενάρετος. Ξεύρω κ' εγώ!

Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη. κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας, χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον. και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη 80την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει, βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει. άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο, τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, 85 τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα.

Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε. Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακράτητος στον πόθο μου είμαι. να μάθω τα μυστικά. Δεν πείθει με λόγος κανένας. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ’ όμως τ’ άριστα, θαρρώ, σε συμβουλεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τ’ άριστα που μου λες εσύ: αυτά με θλίβουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Δύστυχε, καλό θα ’τανε ποτέ, ποτέ σου μη μάθης τον πατέρα σου και τη γενιά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάει κανένας τον βοσκόν εδώ να φέρη; Κι αφήστε για το σόι της να καμαρώνη.

Έφευγον μαζύ με τα βέλη των ιππέων, ανέτρεπον τους αναβάτας δάκνοντα αυτούς εις την κοιλίαν, επήδων υπεράνω των αβύσσων, και ολόκληρους ημέρας εξηκολούθουν εις την πεδιάδα τους εξωφρενιτικούς των καλπασμούς. Με μίαν λέξιν τα εσταμάτων. Μόλις εισήλθεν ο Ιωακείμ τον επλησίασαν όπως τα πρόβατα όταν ιδούν τον βοσκόν των.