Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρητην κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθητα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα! — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235 'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα, και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη. άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας, των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.

«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• 25 σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψετα πλοία• και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν, είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων; στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, 30 και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση; ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση; χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός• ο Δίας να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του».

Αλλ' όταν πλειατην κορυφήν ανέβης, Γίνεται τότε εύκολος, και δύσκολος αν είναι. Και βεβαίως φαίνεται ότι ομιλεί ορθά. Βεβαιότατα. Αλλά πόσον ο διαφωτιστικός λόγος επέδρασε εις εμέ, θέλω να σας το παρουσιάσω εις το μέσον. Παρουσίασέ το λοιπόν.

Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10 από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη, όπωςτο σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15 της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της, να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις εις τ' αντιπροίκια νίκησε καιτα περισσά δώρα. μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της• ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20 του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση, του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει. αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25 ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν. και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τοντον νου σου• καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες, εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσηςτην πατρίδα• 30 δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν. αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι, και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35 καιτης Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης, 'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο• και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, 'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχειτην καρδιά του. αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τοντην πόλι, 40 την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης, οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».

Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια. — Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι. Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε. — Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω! Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο. — Ε! από το βαπόρι!

Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα οχτώμισυ πλειά . . . Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολλοννάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα . . . Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν . . . Α! ξέχασα! . . . Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει· απ' αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο. — Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα.

Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφασι ο γαμβρός; Τώρα πλεια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν' απομείνουμε . . . Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη, και πη πως δε στεφανώνεται! . . . Κάλλιο έχω να . . . Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ' έξω, και ίσως είχε τείνει το ους ή τυχαίως ήκουσεν.

Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθητην όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210 κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. και αυτ' είπετον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της• «Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215 παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220 ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, 'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος• πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225

— «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράςείπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν. — Ήθελα να έφευγα απ' τον κόσμο, γέροντα μου . . . . Δεν μπορώ να υποφέρω πλεια! — «Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω», είπε πάλιν ο γέρων μοναχός. — Μεγάλη φουρτούνα μ' ηύρε, γέροντά μου, και μεγάλη λιγοψυχιά μ' εκόλλησε.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν