Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στοιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά. Μέρα η νύχτα.
Ένας ήλιος καλοκαιρινός έφεγγε μέσα της και τηνέ ζέσταινε. Μα τώρα εκείνο το γέλιο του παπά ήτανε σαν να την ξύπνισε από ένα όνειρο. Καθώς καθότανε σκυμμένη στο τραπέζι, τα χέρια της, πρώτη φορά, της φανήκανε ζαρωμένα, ματσιδιασμένα. Έκλεισε τα μάτια της να μην τα βλέπη.
Από μιας ώρας ήδη είχε γείνει σκότος, και ο λύχνος νυστασμένα έφεγγε τον πενιχρόν θάλαμον τον χωρισμένον μέσα εις αυτό το κτίριον του μύλου, και η εστία έκαιε παρηγόρως εις την γωνίαν, και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά μοναχή της, μετά κόπου εκλέξασα αυτά ανάμεσα εις την χιονισμένην κλιτύν του ρεύματος, μεταξύ βράχων και θάμνων, περικυκλούντων ολόγυρα τον πενιχρόν νερόμυλον, υπό τας γηραιάς πλατάνους, τα λάχανα είχαν βράσει.
Σκότος βαθύτατον. Και μόνον φως έν προς το Σίγρι, κατακόκκινον, έφεγγε θλιβερώς κατενώπιον, ως πύρινος Κύκλωπος οφθαλμός, σβεννύμενον αίφνης και πάλιν αίφνης αναπτόμενον, ο φάρος του ακρωτηρίου της Μιτυλήνης.
Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω.
— Ύστερα από ολίγας ημέρας πάλιν, εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος, διέκρινα, σαν μέσα στα σύννεφα όμως, ένα εύμορφον καβαλλάρην, σαν τον άγιον Γεώργιον, οπού είδα εις το εγκόλπιον του αρχιερέως, ο οποίος, θαμβά- θαμβά, ήρχετο κ' εστέκετο εμπρός μου ώραν πολλήν, επάνω εις το άλογο και μου έφεγγε τάχα μ' ένα κηράκι και μ' ελιβάνιζε με μοσχολίβανον, οπού εγέμιζεν η καρδία μου από την ευωδίαν· κ' εχόρταινα ως να ελάμβανα τροφήν κ' εδυνάμωνα.
Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε πάγω 'ς την γυναίκα σου!
Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά· Μέρα η νύχτα.
Ένας άλλος είταν πια αλήθεια κριτικός, μα τι κριτικός! κριτικός με τα σωστά του, κι από τα βιβλία του έφεγγε τέχνη, έφεγγε επιστήμη. Οι μικροπολίτες τραγωδία δεν είχανε, μήτε κωμωδία, μήτε ιστορία, μήτε μυθιστορία, μήτε κρίση, μήτε επιστήμη, μήτε τέχνη. Μα δεν πείραζε. Είχαν ένα σωρό κριτικούς, κωμικούς, τραγικούς και σοφούς.
Είναι έν φάσμα νύκτιον. Είναι υπνοβασία. Όνειρον είναι η τρυφερά Των νέων φαντασία! Των ηδονών αντίληψις Είναι σφοδρά, θερμή!... Εις σας! νεάνιδες, εις σας! ω τρυφεραί παρθένοι, Αφιερώ το έργον μου αυτό, το Ποίημά μου. Δέξασθε, ω ωραίαι μου, αυτό· και τ' όνομά μου, Πάντοτε ανεξάλειπτον 'ς το στόμα σας ας μείνη!. . . Κ. Δ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗΣ Νύχτωσε ο Μάρτης· κ' έφεγγε Του Απριλιού η πρώτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν