United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο.

Ο Έφις άρχισε να τρέμει τόσο δυνατά που το χέρι του επάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χοροπηδά. Τότε ο ντον Πρέντου άρχισε να γελά με εκείνο το άχαρο και όλο κακία γέλιο του αλλοτινών καιρών. «Δεν πιστεύω να θέλεις να την παντρευτείς εσύ! Για σένα έχω τη Στεφάνα, το ξέρεις

Μια σταλαγματιά αίμα πήδησε απ' το λευκό αγκύλωμα. Η Παυλίνα έβαλε ένα γέλιο τρομαγμένο και τραβήχθηκε μακρυά. — Τι τρέλλα! είπε. Ονειρεύομαι ξυπνημένη. Έπεσε μ' ένα όμορφο κίνημα στο λευκό της κρεββάτι κι' αποκοιμήθηκε γλυκά. Τα μάτια της κερένιας κούκλας μένανε ανοικτά μες στο σκοτάδι και υγρά, σα δακρυσμένα.

Η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά με ένα γέλιο ελαφρύ, τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο μοχθηρό γέλιο. Φανέρωνε συμπόνια για τον Έφις, συμπόνια για τον ντον Πρέντου, αλλά και ικανοποίηση και γλυκύτητα. Ποτέ, ποτέ ο Έφις δεν την είχε ακούσει να γελά έτσι.

Εκείνο το γέλιο του, εκείνα τα λόγια του τα ξερά και ξεκομμένα, εκείνο το μούτρο που της έκανε, ήτανε σαν ένας κουβάς κρύο νερό, που της αδειάσανε στο κεφάλι. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως ο παπάς είχε δίκηο, πως τα λόγια του ήτανε σωστά, πως έπρεπε να βγάλη απ' το νου της την παντρειά.

Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! Εξέσπασαν μες από τα ολόχοντρα σίδερα σε τρανταχτό, ακόλαστο γέλιο, κ' οι ρείπιοι θόλοι της φυλακής αντιλάλησαν την ξαφνική τη χαρά τους.

Τότε η Νοέμι γέλασε και τα γερά της δόντια έλαμψαν έως μέσα, όπως εκείνα ενός μικρού κοριτσιού που είναι πολύ χαρούμενο. Εκείνο το γέλιο τον πείραξε τον Έφις, τον θύμωσε, τον έκανε κακό και ψεύτη. «Κάτι ακόμη πιο σοβαρό, ντόνα Νοέμι! Ναι, με αναγκάζετε να σας το πω. Ο ντον Τζατσίντο απειλεί να γυρίσει εδώ…. Καταλαβαίνετε

Έρωτά μου, αυτό το γέλιο Είναι, πες μου, περιγέλιο; Αχ! το βλέπω, το νογώ. Το πόσο σε λατρεύω, το πόσο σ' αγαπώ, Των αδυνάτων είναι ποτέ να σου το ειπώ. Τι σ' αγαπώ με τρόπο καθόλου χωριστό, Που μέσα στην καρδιά μου ακέρια σε βαστώ. Κι' η δύναμί σου είναι, που τη ζωογονάει, Την κάνει να χτυπάη, την κάνει και κινάει.

Και για να μη λησμονήσω ποτέ το Σβεν. Την ημέρα αυτή περπάτησε στον κήπο στηριγμένη απάνω μου. Τα πόδια της είταν ακόμα αδύνατα κ' αιστανόμουνα το βάρος της να πέφτη όλο απάνω μου, είμαστε όμως χαρούμενοι σαν παιδιά κ' η Έλσα γελούσε με τον εαυτό της, που δεν μπορούσε να περπατήση καλά, γελούσε μ' ένα κάπως άρρωστο, μα βαθιά ευτυχισμένο γέλιο, έτσι που μου έκανε χαρά, που μπορούσα και τη στήριζα.

Η κόρη σου είναι εδώ κοντά. Θα τη φωνάξω.. . Άφισέ με να φωνάξω . .. Όχι. Δε θα τη φωνάξης. Δε θέλω. Όλα είναι μάταια. Εγώ πεθαίνω ευχαριστημένος. Αχ! Αυτό το γέλιο! Άφισέ με νακούσω! Πνίγομαι γιατρέ, πνίγομαι . .. Μα όχι! δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι. Άφισέ με. Δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι με σταυρωμένα τα χέρια . . . Θα φωνάξω την κόρη σου. Άφισέ με νακούσω. Αχ! αυτή η μουσική τι καλό που μου κάνει.