Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Σεπτεμβρίου 2025
Ο Γιάννος έκαμνε τινάς βηματισμούς κ' έπειτα ίστατο, αναμένων την Μάρω η οποία έφθανεν ασθμαίνουσα, άπλωνε τας χείρας, βεβαία ότι τον συνέλαβε πλέον αλλ' ούτος τότε δι' επιτηδείων ελιγμών έκλινεν, ωρθούτο, έτρεχεν, ίστατο και η Μάρω συνελάμβανεν αντ' αυτού το κενόν. — Έλα, καϋμένε, μη με παιδεύης· είπεν η Μάρω κλαυθμηρώς και ωσεί απαυδήσασα.
Το νέον ζεύγος, υπερβάν το δάσος έτρεχεν ήδη επί ανοικτού πεδίου φυτευμένου διά κριθής και κυάμων. Ανατείλαντος δε μετ' ου πολύ του ηλίου, ο νέος μοναχός, ίνα προφυλάξη την σύντροφόν του από των θερινών ακτίνων, ηνάγκασε διά θαυματουργού επικλήσεως μεγάλον τινά αετόν να απλώση τας πτέρυγας υπεράνω της κεφαλής της, παρακολουθών εν τη πτήσει του το βήμα του όνου.
Η Φραγκογιαννού με ελαφρόν άσθμα, έτρεχεν, έτρεχε, μαστιζομένη το πρόσωπον από το απόγειον το πρωινόν, το αντίπνοον, του Βορρά το χαϊδεμένον εωθινόν τέκνον. Έσπευδε να φθάση το ταχύτερον, πριν ανατείλη η ημέρα, εις τα μέρη τα οποία αυτή εγνώριζε.
Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε.
Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων. Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου.
Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του. —Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!...
Ο μεν Βούγκος έτρεχεν όλως αυτοματικώς, όπως υπακούση εις τον πατέρα του, και χωρίς να έχη συναίσθησιν του γεγονότος. Ο δε Πρωτόγυφτος, με την γλώσσαν κρεμαμένην εκτός των οδόντων, έτρεχεν όπως συλλάβη αυτήν και την παραδώση εκεί όπου την επώλησε. Τέλος ο Μάχτος έτρεχεν ίνα την σώση, ή ίνα συναποθάνη μετ' αυτής.
Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, και «πού σε σφάζ', πού σ' πονεί;» ήρχισε να κεντά, αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι.
Εις την συμπλοκήν εκείνην, ο ίππος του, τραυματισθείς εις την κεφαλήν διά σφύρας ανωρθούτο επί των ποδών του, αρνούμενος να υπακούση. Έφθασε τέλος εις την συνοικίαν Αλεξάνδρου. Ο συνωστισμός ήτο ολιγώτερος και ο καπνός αραιότερος. Αλλ' οι σπινθήρες έπιπταν άφθονοι επί της κεφαλής του, έτρεχεν, έτρεχε, μη σκεπτόμενος άλλο τι ειμή πώς να σώση την Λίγειάν του.
Όλος ένθους υπό της θεοφορήτου ευγλωττίας του θείου Βασιλείου εκράτει νυχθημερόν την βίβλον εις τας αγκάλας, ως νέα μήτηρ το πρωτότοκον τέκνον, και οτέ μεν ησπάζετο, οτέ δε αντέγραφεν ή απεστήθιζε τας ιεράς εκείνας σελίδας· οσάκις δε έβλεπε γυναίκα, έτρεχεν προς αυτήν ως διψαλέα έλαφος προς την πηγήν της ερήμου, ίνα λάβη πείραν των λόγων του Αγίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν