Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουλίου 2025


Συγχρόνως προητοίμασε χιλίους πεντακοσίους Θράκας μισθωτούς, προσεκάλεσεν όλους τους Ηδώνας, ακοντιστάς και ιππείς, και επρόσθεσε χιλίους ακοντιστάς Μυρκινίους και Χαλκιδείς εις εκείνους οίτινες ήσαν εις την Αμφίπολιν· όλος δε ο στρατός ούτος συνεποσώθη εις δισχιλίους πεζούς και τριακοσίους ιππείς Έλληνας.

Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη, — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησέ μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε . . . στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάμε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!

Επρόσθεσε δε και όσα ενόμισεν αρμόδια εις την περίστασιν διά να εμψυχώση τους πολιορκουμένους να υπομείνωσι. Μετά τούτο εκάλεσεν αμέσως τους αξιωματικούς του στρατοπέδου και τους ανέγνωσε τας επιστολάς των πολιορκουμένων.

Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον. — Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν της δίσκον επί της τραπέζης. Και στρεφομένη προς τον κύριόν της, — Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγητο Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση.

Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε. — Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.

Τότε αυτός μου λέγει· φυλάξου να μη φανερώσης πλέον το γένος σου εις κανένα καθότι ο βασιλεύς της πόλεως ταύτης είνε εχθρός θανάσιμος του πατρός σου και όταν σε μάθη δύναται να σε κακοποιήση· και αυτή η είδησις μου επρόσθεσε λύπην όταν έμαθα το όνομα του βασιλέως εκείνου.

Τη δουλειά του ; τον έκοψε ο Πέτρος τάχα φουρκισμένος. Τη δουλειά του κυττάει; Τι λες αφέντη! Δε ρίχνεις μια ματιά στο χτήμα του να ιδής; — Το ξέρω· κάνει ανασκαφές. — Ανασκαφές! κάνει ανασκαφές! Και το λες τόσο ήσυχα! Δε ρωτάς λοιπόν να μάθης γιατί τις κάνει τις ανασκαφές ; — Να ξεθάψη τα χτίρια των παππούδων του· τι μ' αυτό; — Και να θαμπώση τον κόσμο· επρόσθεσε βιαστικά ο χωριάτης.

Τόρα δε, Αγάθων, επρόσθεσε, δος μου από τας ταινίας σου να περιβάλω και τούτου την θαυμαστήν αυτήν εδώ κεφαλήν, διά να μη έχη εναντίον μου το παράπονον ότι σε μεν ανέδεσα, αυτόν δε νικώντα εν λόγοις πάντας τους ανθρώπους, όχι εις μίαν μόνον περίστασιν όπως συ, αλλά πάντοτε, δεν ανέδεσα. Συγχρόνως λαβών από τας ταινίας του Αγάθωνος ανέδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.

Κι' εμείς το ίδιο, κ' εμείς το ίδιο· είπε ο Περαχώρας· ποιος μπορεί να φύγη απ' αυτήν τη γη χωρίς να λυπηθή ; Να λυπηθή όχι να δακρύση θέλω να ειπώ. — Εδώ σε κάθε βήμα, επρόσθεσε ο Γκενεβέζος, ακούαμε τους λόγους του Δημοσθένους, του Σωκράτους τη φιλοσοφία. Οι Κίμωνες, οι Μιλτιάδαι, οι Θεμιστοκλείς, εβάδιζαν εμπρός μας πάντοτε.

Ο Κοριολάνος τότε εγείρων την μητέρα του, και σφίγγων την δεξιάν της, — Ενίκησας, είπεν, ω μήτερ, νίκην ευτυχή διά την πατρίδα, αλλ' ολεθρίαν εις τον υιόν σου· αναχωρώ, επρόσθεσε, μακράν της Ρώμης, νικημένος υπό της μητρός μου. Και η πολιορκία διελύθη αμέσως.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν