Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνη βίζιτα στη Βιχτώριαεκεί κατέβηκακι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα.

Καλά κάμετε να μας καλέσετε. Όσο έλειπα από την Πόλη, θυμούμαι που διάβαζα συχνά στα δημοτικά μας παραμύθια για βασιλοπούλες που φορούσαν τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια και τη γις με τα λουλούδια. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είταν αφτές οι τρεις φορεσιές.

Ίσως έχεις δίκιο που παραπονιέσαι. Δε θέλεις να γελώ; Δε γελώ. Δε θέλεις να χωρατέβω; Δε χωρατέβω. Μπορώ εγώ, Καρλή μου, να ξέρω την αγάπη σαν και σένα; Ακόμη τρέμω που το θυμούμαι. Πώς μ' άρπαξες; Πώς με τίναξες! Μ' έδειρες, κόντεψες να με δείρης. Οι τρίχες σου ολόρθιες σηκωμένες και φρενιασμένη κάθε ματιά σου. Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δεν μπορώ να σε μισήσω. Δεν ξέρω τι μου γίνεται.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αγάπη μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι ώραν να σου στείλω το μήνυμά μου αύριον; ΡΩΜΑΙΟΣ Κοντά εις τας εννέα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ καλά· μου φαίνεται ως τότε δέκα χρόνια. Εξέχασα τι σ' ήθελα και σ' έκραξα οπίσω. ΡΩΜΑΙΟΣ Εδώ να μένω άφησε ως που ‘ς τον νουν να σ' έλθη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θα το ξεχνώ, να σε κρατώ εδώ να περιμένης, και θα θυμούμαι μοναχά πως θέλω να σε βλέπω.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ώστε δεν παίρνω ούτ' εγώ, κι' αδίκως θα κινήσω; ΧΡΕΜΗΣ Κι' όταν για δεύτερη φορά λαλούσαν τα κοκκόρια αν ήσουν, πάλι θα 'μενες από τους άλλους χώρια. Ώ τριώβολο χαμένο! σε θυμούμαι και πονώ• κλάψε με και πεθαμμένο κλάψε με και ζωντανό» . Την έπαθα! Και δεν μου λες, ποιός λόγος νάταν τώρα που τόσον κόσμο μάζωξε στην Πνύκα τέτοιαν ώρα;

Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε, ίσα-μπροστά, να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του. — Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

Αδελφή μου, θέλω να σου μιλήσω. Όχι, &αδελφή μου&, δεν έρχεται καλά. Διότι δεν το συνείθιζα απ' αρχής. Και μήπως τάχα δεν είνε αδελφή μου; είνε ψεύματα; Δεν ανετράφημεν τάχα μαζύ; Εγώ θυμούμαι την ημέραν που μας την έφεραν εις το σπίτι μας, και την επήραν διά παιδί τους οι γονείς μου, ήτο μικρά, πολύ μικρά. Αυτή δεν θα το θυμάται.

Όταν θυμάται αργότερα κανείς κάτι τέτοια, μπορεί να τα βάζη με τον εαυτό του και να θαρρή σαν έγκλημα κάποιες παρόμοιες παραμέλησες, θυμούμαι ακόμα πως είχα νοιώσει τότε τη διάθεση της· κι από κείνο, που ακολούθησε ύστερα, γνωρίζω τι δρόμο πήρανε τα όνειρά της.

Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώτην ξενητειά μου τάχω Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι Κ' εγώ με τέτοια δάκρυατα 'μάτια μου πηγμένα! Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυάτα ξένα! Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη Ύστερ' από βαρειά βροχή.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν