Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Θυμούμαι τους φίλους που αράζανε στην αποβάθρα μας με τα κότερά τους, θυμούμαι τις εκδρομές με τα κοφινάκια με το φαγί στους δροσερούς ανέμους, τα λουτρά στην ανοιχτή θάλασσα, όπου έμαθε ο Ούλοφ να κολυμπά κι ο Σβάντε κυλιότανε στον άμμο.
Τι τραβιέσαι; Σκιάζεσαι και φέβγεις; Τρόμαξες με την πάρα πολλή, με την ξεφρενιασμένη μου την αγάπη; Έλα πάλε στο πλεβρό μου, έλα κι απόψε, πουλί μου. Είναι νύχτα, εσύ που αγαπάς τα κρυφά, και κανένας δε μας βλέπει... Ποιόνα φοβάσαι; Φοβάσαι κανέναν; Και τη νύχτα θέλεις να κρυφτής; Θυμούμαι τι μου είπες. Εγώ τώρα δεν το ξεχνώ. «Έχουμε καιρό.
— Ναι, Δέσποτά μου. Τα κανδηλάκια του Άγι-Αντωνίου. Τα κατέβασεν ένα ένα. Ναι, τώρα θυμούμαι. Τάπλυνε, τα γέμωσε λάδι πρώτα, τα ξεφτίλισε, κι' ύστερα τάναψε. Και μετά τινα διακοπήν.
Θυμούμαι τον πεθερό μου το μακαρίτη που μας έλεγε πάντα, πως όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να κερδίζουμε και να ζούμε, κ' έτσι σωστό δεν είναι, όπως καμώνουνται μερικοί, να μη θέλουνε τάχατις να τους ιντερβιουβάρουνε.
Εκείνη την εποχή διάβαζα τέτοια διηγήματα και θυμούμαι καλά τι έκπληξη μου έκανε η περιγραφή της ηρωίδος. Έμοιαζε τόσο πολύ τη φίλη μου που επήγα το περιοδικό σ' αυτήν κι ανεγνώρισε εκεί μέσα τον εαυτό της και φάνηκε σαν να γοητεύθηκε από την ομοιότητα.
Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος είτανε δικός μου. ................................................................. Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια! ................................................................. Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία σαν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ!
Νομίζω πως σ' εγνώρισα, κι' αυτόν πως τον γνωρίζω, αλλά — δεν είμαι βέβαιος· διότι δεν ηξεύρω διόλου πού ευρίσκομαι· και ούτε καν 'θυμούμαι αυτά μου τα φορέματα πώς τα φορώ· και ούτε απόψε πού επέρασα την νύκτα δεν ηξεύρω. — Μη με γελάσετε, αλλά.. μη με ειπήτε άνδρα, αν τώρα δεν μου φαίνεται αυτή εδώ η νέα ότ' είν' η Κορδηλία μου! ΚΟΡΔ. Ναι! είμ' εγώ, πατέρα, εγώ, εγώ!
Έπειτα μου έδωσε το χέρι κ' είπε: — Είμαι τόσο χαρούμενη, που είμαι πάλι σπίτι. Δεν μπορούσα ναπαντήσω τίποτε. Κοίταξα μόνο τους μαζεμένους μπροστά μου κ' ήξερα πως είχα εδώ την ευτυχία, που λίγες βδομάδες προτήτερα μόλις τολμούσα να την ελπίζω. Την άνοιξη, που ήρθε τώρα, τη θυμούμαι σα μια θάλασσα από άνθη, που γέμισε κάθε άδειο μέρος του σπιτιού μας.
Έπειτα είπε με ειλικρίνεια: — Μεγάλο βάρος έχω στη ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέση, γιατ' είμαι μάνα. Τα πρώτα γράμματα έμαθα από πολλούς δασκάλους. Ο πρώτος ήτον ένας φραγκοφορεμένος με τόνομα Ηρακλής. Έξω από τόνομά του δε θυμούμαι γι' αυτόν πολλά πράμματα. Η αλήθεια είνε ότι και πολύ γλίγωρα τον χάσαμε. Ένα πρωί μάθαμε πως έκλεψε τη Μαγδαληνή κέφυγε.
— Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν