United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυθέντα, είπεν ο Χίλων η κόρη ευρίσκεται υπό ισχυράν προστασίαν. Είναι αυτή, και ο μέγας Απόστολος μαζή της! Ήρχιζε να εξημερώνη. Το λυκαυγές εχρωμάτιζε δι' ωχρού χρώματος τας επάλξεις των τειχών. Ο Βινίκιος δεν έπαυε να παρακολουθή διά των οφθαλμών το εύκαμπτον ανάστημα της Λιγείας.

Ο Βινίκιος ήτο βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας. Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας.

Ενθυμούμαι· ήτο επί της εποχής του Κλαυδίου. Δεν απέχει πολύ η εποχή εκείνη. — Μάλιστα. Ο πόλεμος εξερράγη. Ο Βάννιος εζήτησε βοήθειαν από τους Ιαζύγους, ενώ οι ανεψιοί του εξήγειραν τους Λίγειας.

Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.

Άνευ της Λιγείας ήμην ως παιδίον ψηλαφούν εν τω σκότει· αυτή μόνη ηδύνατο να διαχέη φως εις τα μυστήρια των μελετών ημών, άνευ δ' αυτής όλη εκείνη η πρότερον αιθερία και λαμπρά φιλολογία καθίστατο άχαρις και κατηφής.

Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος. — Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια. — Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία. — Ναι.

— Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ ο γέλως έχει άλλον ήχον. Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας.

Εις τα χαρακτηριστικά του είχεν αποκρυσταλλωθή ο τρόμος, το πρόσωπόν του είχε γίνει μαύρον και ωμοίαζε προς τα εκ κηρού ομοιώματα των εφεστίων θεών. Όταν τις του ωμίλει, εκείνος έστρεφε μηχανικώς την κεφαλήν του και παρετήρει τον συνομιλητήν του με χαύνους οφθαλμούς. Τας νύκτας του τας διήρχετο με τον Ούρσον εις την θύραν του κελλίου της Λιγείας.

Ο Απόστολος Πέτρος, θέλων να ίδη τον Νέρωνα, ήτο μεταξύ του πλήθους μετά της Λιγείας, καλυπτούσης το πρόσωπον διά πέπλου πυκνού, και του Ούρσου, του οποίου η ρωμαλαιότης παρείχεν εις την νεάνιδα προστασίαν ασφαλή. Ο Λιγειεύς έλαβεν ογκώδη λίθον, προωρισμένον διά την κατασκευήν του ιερού της Δήμητρας, και τον έφερε προς τον Απόστολον, όστις ανέβη επ' αυτού διά να ίδη καλλίτερον την παρέλασιν.

Επέθηκε τας δύο του χείρας επί της κόμης της Λιγείας και την ηυλόγησε. Το πρόσωπόν του ήστραπτεν εκ θείας αγαθότητος. &Βινίκιος Πετρωνίω, Χαίρειν.&