Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Από τον Ξούθο κι' από σε κοινό παιδί θα γίνη, ο Δώρος, όπου η Δωρίς, θα δοξασθή η πόλις• ο δεύτερος, ο Αχαιός, στου Πέλοπος τη χώρα, στου Ρίου τα παράλια ο βασιληάς θα γίνη, και ο λαός του απ' αυτόν θα πάρη τόνομά του.

Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.

Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.

Αυτό δεν ήτανε και πολύ διασκεδαστικό για τους χωραΐτες· μα ο Δάφνης εφώναξε και μερικά με τόνομά τους και τους έδωκε φύλλα χλωρά, και κρατώντάς τα από τα κέρατα τα εγλυκοφίλησε.

ΠΡΟΣΠ. Ο αδελφός μου, και θείος σου, τόνομα Αντώνιος. — πρόσεχε, παρακαλώ σε, — ένας αδελφός να βρεθή τόσον άπιστος! — εκείνος, που κατόπι σου, κόρη μου, ήταν ο πολυαγαπητός μου, και του είχα θαρρέψει τη βασιλεία μου, που ανάμεσα στα άλλα κράτη επρώτευε τότε, διότι εις το αξίωμα ο πλέον μεγάλος δούκας ελογιάζετο ο Πρόσπερος, και, για τες ελεύθερες τέχνες, ασύγκριτος.

«Τριστάνε, λέγει ο Βασιληάς, τώρα πεια καμμιά διάψευσι δεν περνάει. Αύριο θα πεθάνετε». Του φωνάζει: «Μεγαλειότατε, χάρι ζητώ. Για τόνομα και για τα πάθη του Χριστού, Μεγαλειότατε, έλεος για μας! — Μεγαλειότατε, εκδίκησι! φωνάζουν οι προδότες. — Ωραίε θείε, δε σας ικετεύω για τον εαυτό μου.

Καθότανε μαζεμένη στον καναπέ, σφίγγοντας το χέρι στο μάγουλό της, τα μάτια της είτανε στεγνά και χωρίς λάμψη και κοίταζε στο μέγα σκότος. Η στάση, η όψη της κι αυτά ακόμα τα χέρια της το μαρτυρούσανε. Δοκίμασα να της μιλήσω, δοκίμασα να προφέρω τόνομά της, μα δεν απάντησε και τέλος την άφησα στη θλίψη της, περιμένοντας μ' αγωνία τα λόγια, που θα ερχόντανε άμα θα ξέσπαζε η θλίψη της.

Έτσι τα βλέπουνε στην Εβρώπη, έτσι τα είπα κι ο ίδιος μιλώντας σ’ Εβρωπαίους, που τους φαίνεται και νόστιμο, με το πνέμα του, με το κουράγιο του, με τη μαργιολιά του, να νίκησε δέφτερη φορά ο νικημένος το νικητή, ο Ρωμιός το Ρωμαίο, με τρόπο που να του πάρη ως και τη δόξα την καμαρωμένη του, τόνομά του .

Μα σαν τι μαθές να τρέχη; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός. — Σαν τι να τρέχη; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν τόννοιωσες ακόμα πως η Κερά Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είνε Κρητικιά, και πως είνε η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε ταυτί σου τόνομά της τότες που τηνε φώναζε ο άντρας της να πη να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;

Η Δύση είτανε που είτανε χαμένη, κ' οι Αυτοκρατόροι της πια τώρα μόνο που τους έμνησκε τόνομα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν