United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εισήλθον, εσιώπησε και με υπεδέχθη μετά λεπτοτάτης χάριτος. Ομίλει χαμηλοφώνως και εις την στάσιν της διέκρινέ τις το ωχρόν και φευγαλέον. Διέκρινα ίχνη θλίψεως εις το πρόσωπόν της, το οποίον με όλην την άκραν ωχρότητά του, δεν εστερείτο κάλλους. Έφερε βαρύ πένθος και όψις της μου ενέπνευσεν αίσθημα σεβασμού και ενδιαφέροντος αναμίκτου με θαυμασμόν.

Και τότε κατ' αρχάς μου εφάνη πολύ παράξενος η απόκρισις, και ακόμη περισσότερον παράξενος μου εφάνη, αφ' ου εξήτασα αυτά τα πράγματα μαζί σας. Τον ηρώτησα λοιπόν εάν τους ανδρείους τους θεωρή ανθρώπους με θάρρος· εκείνος δε είπεν ότι τους θεωρεί και ορμητικούς. Ενθυμείσαι, είπον εγώ, Πρωταγόρα, ότι απεκρίθης αυτά; — Εβεβαίωσεν ότι το ενθυμείται.

Το σχήμα λάβε στεναγμού κ' εμπρός μας εμφανίσου ή δίστιχον ερωτικόν ειπέ μου, και μου φθάνει· φώναξε, Αχ! και ταίριαξε με περιστέρι, ταίρι ή κάμε το εγκώμιον της άμιας Αφροδίτης, ή δος ένα παράνομα εις το τυφλόν παιδί της . Δεν με ακούει, δεν κουνεί, δεν ομιλεί. — Ρωμαίε! — Εψόφησεν ο πίθηκος. — Εξορκισμόν θα κάμω.

Τότε της έβαλετον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160 να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνητον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης• «Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165 και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις• εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».

Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . . — Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε! . . . Πω! πω! τέκνον μου . . . — Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!

Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με υπήκουσες.

Όχι μόνον εις σε και εις τους ιδικούς σου έπεσαν αυταί αι συμφοραί• υπέφερεν όλη η Ελλάς• όλη υπέφερεν. Ο κεραυνός επέρασε από την μίαν άκραν της Φρυγίας έως την άλλην, σπείρων αίματα και φόνους. Γυναίκες της Φθίας, απαντήσατε εις τας ερωτήσεις μου καθαρά. Ήκουσα κάποιαν αόριστον φήμην, ότι η κόρη του Μενελάου έφυγε.

ΧΟΡΟΣ Εσείς π’ ακούτε, θεοί, από ψηλά τα δίκια μου παρακάλια κάμετ’ η πόλη να νικήση° και στων εχθρών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια στρέψατε του πολέμου τα κακά, κι όξω απ’ τους πύργους κεραυνούς ο Δίας να τους κάψη ας ρίξη.

Δεν έλειψαν να τύχουν υποκείμενα άξια που να με γυρέψουν εις υπανδρείαν και ήθελαν είνε πολλοί χρόνοι που θα ήμουν υπανδρευμένη, αν ο πατέρας μου δεν ήθελεν έχει την σκληρότητα να τους αρνηθή ολωνών εκείνων που με εγύρεψαν διά να υπανδρευθώ· εις τον ένα έλεγε πως είμαι στεγνή ωσάν ένα ξύλον· εις άλλον πως είμαι υδρωπική· εις άλλους κουτσή και κρατημένη, και εις άλλους τρελλή και ότι έχω λέπραν, και είμαι πάντα άρρωστη· κοντολογής με παρασταίνει διά ένα πλάσμα ανάξιον της ανθρωπίνης ενώσεως, και μου έβγαλεν όνομα πως είμαι μία ασχημοτάτη, που παρόμοια εις τον κόσμον δεν είναι, και κανείς πλέον δεν με ζητεί· όθεν είμαι καταδικασμένη εις μίαν παντοτεινήν σωφροσύνην χωρίς την θέλησίν μου.

Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της, Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει: — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι; Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση; — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη. — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου.... Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια, Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη.... Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!