Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα στη θέσι μου Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ' έκαμεν η μάννα, μου; Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία μου... Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την άχαρη ωμορφιά της... και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται!
Σίμωσα το Θεό, και μου χάρισε την αγάπη όλου του κόσμου. Στάλα του δίνω, και με πέλαγο με πλερώνει. Έχε το Θεό στη καρδιά σου, κερά μου, και θα ταξιωθής το φως που γυρεύει η τυρρανισμένη ψυχή σου σε τέτοιο σκοτάδι απέραντο. Δέσπω. Αχ, μου ζητάς αγιωσύνη, κι άλλη δεν ξέρω από της μάννας την αγιωσύνη, μήτε άλλο μαρτύριο, μήτε άλλη αγάπη που τέλος δεν έχει.
ΜΙΡ. Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ' άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη. ΠΡΟΣΠ. Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν' ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.
Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια...
Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως: — Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.
Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα· — Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.
Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα την οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα τρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και αυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον.
Και χωρίς να περιμένη την απάντησίν μου: Όσον διά την στολήν σου, εξηκολούθησε, θα γείνη κουρέλια προτού γυρίσης να ιδής! Ητοιμαζόμην να είπω ότι προθύμως θα ενδυθώ ως τους άλλους συστρατιώτας κ' εγώ, αλλά δεν επρόφθασα. — Σε διορίζω υπασπιστήν μου, επρόσθεσεν. Εχαιρέτισα στρατιωτικώς, ωσάν να εχαιρέτων τον φαλαγγάρχην εις την προ του Πανεπιστημίου πλατείαν.
Διέκρινα και άλλους τινάς οι οποίοι καθήμενοι επί εδρών εφιλονείκουν και εκραύγαζαν• συνεπέρανα λοιπόν ότι θα ήσαν φιλόσοφοι από τους συζητητικούς εκείνους και φιλονείκους και απεφάσισα να πλησιάσω και ν' ακούσω τι έλεγαν. Και επειδή ήμουν περιτυλιγμένος με παχείαν νεφέλην, έδωκα εις το εξωτερικόν μου φιλοσοφικόν σχήμα και απλώσας τα γένεια μου έγινα ομοιότατος προς φιλόσοφον.
Αυτά έπρεπε πρώτα να πάμε να προσκυνήσουμε, κ' ύστερα να σεριανίσουμε και την Πόλη. Θα μου πης πως τα Σκολειά τα βαρέθηκες. Μα δεν είχα τάλφα βήτα στο νου μου. Γράμματα τώρα πάει να πη Εθνικό Μεγαλείο, Ελληνισμός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν