United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού του ταξειδίου. — Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.

Ο Σκούντας διενοήθη να πλησιάση προς αυτήν, να την θωπεύση, να την ονομάση αδελφήν του, και να την πείση ν' απέλθωσιν. Αλλά δεν ετόλμα. Τη έλεγε μόνον·Ας υπάγωμεν καλλίτερα. — Πού; — Εις το σπίτι μας. — Είνε πολύ μακρυά; — Δεν είνε πολύ. Τέλος η Αϊμά μη δυνηθείσα να κατανικήση την επιμονήν του, απεφάσισε να τον ακολουθήση.

Αλλ' ο χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ. — Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;

Εφώνησεν έντρομος ο Λαλεμήτρος, αναγνούς την διαταγήν. Αλλ' ίνα μη εννοήση η σύζυγός του, ήτις τον έβλεπε σύννους, παρακαθημένη, προσέθηκεν ηρεμώτερος: — Ακρίβηναν, λέει, ταλεύρια πάλιν! Διενοήθη ο Λαλεμήτρος να ενεχυριάση τότε, ή και να πωλήση εν τη εσχάτη ανάγκη την χρυσήν του ωρολογίου του άλυσιν, μη έχων άλλον πόρον χρημάτων, και σωθή από το αίσχος της φυλακίσεως.

Ο Βινίκιος, διά τον οποίον δεν υπήρχεν αγαθόν, ειμή, ό,τι ηδύνατο να του αποδώση την Λίγειαν, ωργίσθη εναντίον τινών εκ των συμβουλών τούτων. Εξαίρων την αγνότητα και την αποχήν από των σαρκικών επιθυμιών ο γέρων δεν κατεδίκαζε τον έρωτά του; Δεν παρώξυνε την Λίγειαν εναντίον του; Ο θυμός κατέλαβε τον τριβούνον. «Τι το κακόν υπάρχει εις τούτο; διενοήθη. Αυτή λοιπόν είνε η διδασκαλία η άγνωστος

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν. Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, έτρεξε προς τον ποταμόν. Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι χαμένος», διενοήθη. Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της παρακειμένης οικίας.

Εν τούτοις ο Ίππαρχος, ο οποίος και εκ δευτέρου απεπειράθη και δεν έπεισε τον Αρμόδιον, ουδεμίαν μεν ηθέλησε να μεταχειρισθή βίαν, αλλά διενοήθη να τον προσβάλη εμμέσως, δι' άλλην δήθεν αιτίαν και όχι διότι δεν τον κατέπεισεν. Η εξουσία των τυράννων τούτων δεν ήτο επαχθής εις τους πολλούς, διότι επί πολύν χρόνον εκυβέρνων όχι αξιόμεμπτα, αλλά μετά μετριοπαθείας και φρονήσεως.