United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όταν μπήκα στην κάμαρά μας, είδα πως τα δικά μου παράθυρα είχαν την ίδια θέα, που είπα πρωτήτερα, με τη διαφορά πως η θάλασσα φαινόταν από δω ακόμα σιμότερα. Στάθηκα πάλι εκεί και δεν ήξερα τι γινότανε μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Μα την ίδια ώρα έπεσε η ματιά μου στη γυναίκα μου.

Το μάτι τους δε συνήθισε ακόμα· ταφτί τους εννοείται συνήθισε χρόνια και χρόνια, αφού γλώσσα τους είναι. Μα εγώ θαρρώ πως και να με διαβάζανε, πάλε δε θα γινότανε τόσο κακό, γιατί στη μελέτη μου τη μικρούτσικη αφτή, προσπάθησα να κάμω κάτι που μου φάνηκε κάπως περίεργο.

Άμα όμως έκαναν πως θα κυττάξουν και τα δικά τους συμφέροντα τους έβαζε στο βρισίδι. Επίστευε ακλόνητα πως η γενιά του ήταν η πιο ξεδιαλεγμένη της γης κ' οι γειτόνοι του είχαν υποχρέωση να δουλεύουν και να ιδρώνουν για λογαριασμό της. Κ' επειδή αυτό δε γινότανε συχνά ενόμιζε πως όλοι τον φτονούσαν και φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τον ξεκάμουν. Το ίδιο έπαθε τώρα με τον Αλαμάνο.

Έχει εκείνη θάρρος κ' επιμονή και δύναμη που δεν κάνουν καλά να την περιφρονούνε. Ο Αριστόδημος ακούοντας τέτοια λόγια γινότανε έξω φρενών. — Αίμα μας λέει; αίμα μας ; μη σ' ακούσω ναν το ξαναειπής! Όσο αίμα τους είν' ο κούκκος των περιστεριών γιατί έτυχε ν' αναστηθούν στην ίδια φωλιά, τόσο είμαστε και μεις μ' εκείνη. Τα χρωστάμε λέει σ' εκείνη ; Και τι μπορεί να μας δώκη μια κουρελού.

Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο. Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε. Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο Ρένα.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;

Έγραφα, έγραφα. Και θυμήθηκα πως είχα τρέξει σα δαιμονισμένος με το αμάξι, με την ιδέα πως το παιδί μου είτανε πεθαμένο. Μα δε συλλογιζόμουνα πια το παιδί μου. Συλλογιζόμουνα εκείνη, εκείνη που έπρεπε να είμαι όλος δικός της αν είτανε δυνατό να έμενε μαζί μου, αν το αφάνταστο γινότανε πραγματικότητα, αν πέθαινε ο Σβεν.

Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!

Ο Δόρκωνας λοιπόν αφού λυπήθηκε, έφυγε γυρεύοντας άλλο δρόμο έρωτα· κι ο Δάφνης σαν να μη φιλήθηκε παρά σαν να δαγκώθηκε, αμέσως έγινε μελαγχολικός και συχνά ένοιωθε κρυάδες και την καρδιά του άκουε να χτυπάει πολύ· κ' ήθελε να βλέπη τη Χλόη κι όταν την έβλεπε γινότανε κατακόκκινος.

Με όλη τη μεταξύ μας τρυφερότητα και συνεννόηση υπήρχε αυτή την εποχή ανάμεσα εμέ και της γυναίκας μου κάτι που μας χώριζε. Δεν ερχότανε από θεωρητική διαφορά στις γνώμες. Δεν είταν ακόμα τέτοιας φύσης, που να μας εμποδίζη να είμαστε πάντα μαζί και να χαίρεται ο ένας τον άλλον. Είταν απλούστατα μια διαφορά στον τρόπο που έπαιρνε ο καθένας μας ό,τι έγινε κι ό,τι γινότανε μεταξύ μας.