United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΠΟ τη Ρέθυμνο ξεκίνησε, Αύγουστο μήνα του 1829, Άγγλος ταξιδιώτης μ' άλογο καλό και μ' οδηγό Σφακιανόπου κι άλλοτες την είχε γυρισμένη την Κρήτη μαζί τουκαι τραβούσε ίσια κατά το Διβάκι στα νότια.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τι τον υποπτευόμεθα αφού σωστά τα λέγει, ποιοι είμεθα, τι έχομεν να κάμωμεν, τα πάντα καθώς μας τα παρήγγειλαν; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Μείνε λοιπόν μαζί μας. — Το φως ακόμη πού και πού την δύσιν χαρακόνει. Τώρατον δρόμο τ' άλογο κεντά ο ταξειδιώτης να φθάση γρήγορα εκεί όπου θα ξενυκτίση. Όπου κι' αν ήναι θα φανή κι' αυτός που καρτερούμεν. Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ακούω ποδοβολητόν. ΒΑΓΚΟΣ έσωθεν.

Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό την μακρυά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιο στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι' αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.

Κι' έβαλε στ' αρχοντόμορφο κεφάλι τη φαντούσα περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε διο αντριωμένα κοντάρια που του πάγαιναν στη δυνατή του χούφτα. 139 Και ναν του ζέψει τ' άλογο τον Αφτομέδο ορίζει, 145 που τον αγάπαε πιο πολύ στερνά απ' τον λοχοσπάστη γιο του Πηλιά, και τα πιστά που τούχε, πως στη μάχη έφοδο οχτρού δε θα σκιαχτεί.

Σωκράτης Αλλά φαντάζεσαι, ότι δεν ηθέλησε και άλλοι να είναι καλοί και αγαθοί και μάλιστα ο υιός του; ή νομίζεις, ότι τον εφθόνησε και επίτηδες δεν του παρέδωσε την αρετήν, διά της οποίας αυτός ήτο αγαθός; ή δεν έχεις ακούσει, ότι ο Θεμιστοκλής τον υιόν του Κλεόφαντον εδίδαξεν αγαθόν ιππέα; διότι εκρατιέτο πάνω στ' άλογο ιστάμενος ορθός και ηκόντιζεν ακόμη ορθός από το άλογο και πολλά άλλα ακόμη και θαυμαστά έκανε, τα οποία εκείνος τον εδίδαξε, και τον έκαμε σοφόν από όσα εξηρτώντο από διδασκάλους αγαθούς.

Μα ελάτε τώρα, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, πέστε το δίκιο εδώ μπροστά στο πλήθος... Κι' όχι χάρες· δε θέλω εγώ να πει κανείς απ' τα παιδιά κατόπι 575 'Μέ ζόρι απ' τον Αντίλοχο, με ψέματα ο Μενέλας τ' άλογο πήρε κι' έφυγε.

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουππππ...

Έτσι είπε, και προς το καστρί περήφανα γυρίζει πιλάλα, λες σαν άλογο μ' αμάξι αγωνοδρόμο που χλωροκάμπια ανάλαφρο με δρασκελιές διαβαίνει· έτσι έπαιζε κι' αφτός γοργά τα γόνατα και πόδια. Πρώτος ο γέρο-Πρίαμος τον είδε που στον κάμπο 25 δρόμιζε κάτου, αστράφτοντας σαν άστρο που προβάλλει τον τρυγητή, κι' από πολλά τριγυρισμένο αστέρια χύνει το φως του αλάθεφτα μες στης νυχτός την πίσσα.

Και μονάχα σαν αποτέλειωναν όλ' αυτά, είταν πια η αρχόντισσα έτοιμη να βγη και να φέξη στον κόσμο. Έβγαινε με το χρυσοκάμωτό της αμάξι, και σε ολόασπρο άλογο καβαλλικεμένη, άλλοι δούλοι τρέχοντας απ' ομπρός για ν' ανοίξουν το δρόμο, οι πιώτεροι πάλε ακολουθώντας πίσωθε μαζί με τους ευνούχους και τους άλλους παρατρεχάμενους της αρχόντισσας.

Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.