Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Πώχουμε χούφταις το φλουρί και φόρτωμα τ' ασήμι; — Το βιο σας να το χαίρεστε, κ' η κόρ' είνε δική μου. — Άιντε, γυναίκα ανάποδη και όχεντρα οργισμένη, Σου την γυρεύω με καλό, με το κακό την παίρνω! . . . .................................. Πήγε 'ςτήν πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε 'ςτό λόγγο, Της μολογάει του Μήτρου της το πόνο, την αγάπη. Της τάζει χίλια δυο φλουριά και της γυρεύει μάγια.

Ο Στάθης είχε σηκωθή, κ' ενίπτετο, κ' εκτενίζετο, κι' αργοπορούσε . . . Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία. — Στάθη! έλα γλήγορα! . . . σε γυρεύει ο Θανάσης! . . . την ψυχή στα δόντια! . . . Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γέρο-Στεφανής. — Τρέξε γλήγορα! . . . τον αδελφό σου τον μεταλαβαίνουνε. Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης.

Γι' αυτό θέλει να ζήση ένα διάστημα για χάρη αυτών που ζούνε κ' έπειτα να πεθάνη και να μείνη με κείνον, που αιστάνεται πως του ανήκει. Γυρεύει ένα συμβιβασμό αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της ανάγκης να ζήση και σα να τα φοβάται και τα δυο, γιατί και τα δυο παλεύουνε να κυριαρχήσουν την ψυχή της και τα δυο την τυραννούν ατέλειωτα, καθένα με τον τρόπο του.

Τράβησε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι του εκεί. Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά.

Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ' άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνη Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταντάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικά μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ' αυτό το παλάτι. Ως και τόνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει. Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι.

Δεν είν' ο βίος άλλο παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος οπού πηγαινοέρχεται μιαν ώραντην σκηνήν του, και πλέον δεν ακούεται, είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός, βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα! ΜΑΚΒΕΘ Η γλώσσα σου εσένα κάτι γυρεύει να ειπή. Είπε μου το αμέσως! ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αυθέντα, ήθελα να 'πώ το πράγμα οπού είδα, αλλ' όμως πώς να σου το 'πώ δεν 'ξεύρω.

Πάσκισε στην αρχή ο Ζήνωνας να ξεκολλήση το Θοδορίχο από το σύμμαχό του με δώρα. Αποτυχόντας όμως, αποφασίζει να στείλη καταπάνω του σωστή εκστρατεία και να την οδηγήση ο ίδιος. Ενθουσιάζεται ο στρατός, γυρεύει πόλεμο· το μετασυλλογιέται όμως ο Ζήνωνας, κι αντίς να οδηγήση το στρατό του στη Θράκη, τους ξανασκόρπισε στα χειμωνιάτικά τους λημέρια, μην τύχη και σηκώσουν και κεφάλι.

Τον Έδγαρ ο πατέρας μου γυρεύει να τον πιάση κ' εμένα κάτι δύσκολον μου μένει να του παίξω. Εμπρός, λοιπόν. Ας μην αργώ. Βοήθησέ με, Τύχη! — Δυο λόγια έχω να σου 'πω. Καταίβα, αδελφέ μου. Εισέρχεται ο ΕΔΓΑΡ. Ω Έδγαρ, ο πατέρας μου σε κυνηγά. Να φύγης| Πού κρύπτεσαι το έμαθε. Θα σ' εύρη.

Είνε μια βδομάδα τώρα που δεν άφηκε φύτρο εκεί μέσα. — Γιατί; — Γυρεύει, λέει, τα χτίρια των παππούδων του. Ξώδεψε ό,τι παρά είχε· πούλησε την περσινή σοδειά· δανείστηκε κι άλλα με τόκο από τον Κουρδουκέφαλο, το γείτονά μας. Και τα ρίχνει όλα κει μέσα. Άκουσα μάλιστα προχτές τον Κουρδουκέφαλο πώκλαιγε τα χρήματά του! «Μωρ' α δεν του πουλήσω σ' ένα μήνα το χτήμα, να τον έχω αντίδικο! έλεγε.

Εκείνος πάλι, Λογιότατε, οπού γυρεύει να μεταδώκη την μορφήν μιας γλώσσας, είναι το ίδιο σαν να εγύρευε να οπισωδρομήσουν οι αιώναις, και να μεταζωντανέψουν εκείνοι, οπού την έκρεναν τότες. Η γλώσσαις μετασχηματίζονται με τον καιρόν, καθώς μεταμορφόνεται και κάθε άλλο είδος στον κόσμον.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν