United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ντον Πρέντου είχε κιόλας απομακρυνθεί όταν ο Έφις τον πρόφτασε στη μεγάλη στράτα προσφέροντάς του με τα δυο του χέρια ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και λαχανικά. «Ντον Πρέντου, στείλτε αυτό με την υπηρέτριά σας στις κυράδες μου. Εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το κτηματάκι…. και ο ντον Τζατσίντο δεν έρχεται…»

Είμαστε λεβέντες εμείς, έχουμε και στη γειτονιά μας λεβέντισσες. Ήτο στυλωμένος εις το πεζοδρόμιον, κλείσας δε το μάτι και στρίβων το μουστάκι του, μου έδειξε με το νεύμα το απέναντι παράθυρον, όπου μια υπηρέτρια εκαθάριζε τα τζάμια. — Μα τέλος πάντων, του είπα, όσο δερβίσης κιάν είνε κανείς έχει ανάγκην να τρώγη. Καμμιά εργασία δεν κάνεις;

Γιατί λένε πως είναι σοφό; Επειδή παίρνει τη μορφή του δοχείου όπου το χύνουμε.» «Και το κρασί, μου φαίνεται!» «Και το κρασί, ναι! Μόνο που το κρασί καμιά φορά αφρίζει και χύνεται, το νερό όχι.» «Και το νερό, όταν το βάζουμε στη φωτιά να βράσει», είπε η Νατόλια. Τότε η Γκριζέντα έτρεξε εκεί μέσα, άρπαξε από το χέρι την υπηρέτρια και την έσυρε έξω. «Άσε με!

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Δυστυχισμένε σύζυγε, τόσο καλός που είσαι τέτοια γυναίκα άδικα πώς χάνεις! ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο αφέντης θα καταλάβη τι έχασε, μονάχα όταν το χάση, ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Ώστε δεν μένει πια καμμιά ελπίς; ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Καμμιά δεν μένει. Ήλθε η μέρα που έγραψεν η Μοίρα να πεθάνη. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Μέσ' στο παλάτι έγινεν ό,τι έπρεπε να γίνη και ό,τι συνηθίζεται, σ' αυτάς τας περιστάσεις;

Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι.

Νέος Σωκράτης. Δεν έχει άλλην· παρά αυτή την οποίαν είπες είναι η δικαιοδοσία αυτής. Ξένος. Αλλά τότε και η παντοδυναμία των δικαστών ευρίσκομεν ότι δεν είναι βασιλική, αλλά υπηρέτρια και φύλαξ των νόμων. Νέος Σωκράτης. Έτσι φαίνεται βεβαίως. Ξένος.

Θεόδωρος. Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Καθώς ο Θαλής, καλέ Θεόδωρε, ενώ εξήταζε τα άστρα και έβλεπε υψηλά, έπεσε εις ένα πηγάδι και μία Θράκισσα ωραία και νόστιμη υπηρέτρια λέγουν ότι τον επερίπαιξε, διότι όσα μεν είναι εις τον ουρανόν έχει πόθον να τα γνωρίση, ενώ όσα είναι εμπρός εις τα πόδια του δεν τα γνωρίζει.

Η υπηρέτρια εδιάλεξε τον καλλίτερο νέο από τ' Αβδού, πούτον χωριό της· κιο Αγάς τον έστειλε παραγγελία να πάρη την υπηρέτρια του· τον έστειλε μαζή κένα φυσέκι, που σήμαινε «αν αρνηθής, θα σκοτωθής». Ο νέος, εννοείται, δέχτηκε κιο γάμος έγινε. Κουμπάρος ο Μόχογλους με αντιπρόσωπο. Μετά μια δυο μέρες πήγε η νύφη να χαιρετήση τον Αγά. Κιο Μόχογλους της είπε: — Αρέσει σου, μωρή, ο γαμπρός;

Πάντα βλέπω στον ύπνο μου το λιμενάρχη, τη γυναίκα του, την υπηρέτρια, τους βλέπω και ξύπνιος, ακόμη και τώρα, εκεί, μπροστά μου. Ήταν καλοί άνθρωποι, αλλά εγώ ήθελα να βυθιστώ για να μην τους ξαναντικρίσω. Και το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι τους.

Ο κωφός ανύψονεν αρνητικώς την κεφαλήν.― Ολίγη ζωή μας μένει, έλεγεν ο άλλος• διατί να κοπιάσωμεν προς προφύλαξίν της; Σεις έχετε καθήκοντα προς τα τέκνα σας, πηγαίνετε! Και έμειναν οι δύο γέροντες εις τον Πύργον των. Τι απέγειναν; Ούτε αυτοί, ούτε ο κηπουρός των ή τα τέκνα του, ούτε η γραία υπηρέτριά των εφάνησαν ή ηκούσθησαν έκτοτε.