Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουλίου 2025
Και ήσαν τέτοια πράματα απάνω υφασμένα: ο ουρανός μαζεύοντας ταστέρια ένα γύρω• τραβούσε ο ήλιος τάλογα στην τελευταία φλόγα, το φως σέρνοντας πίσω του το λαμπερό του Εσπέρου• η νύχτα η μελανόπεπλη το άρμα ωδηγούσε μόνο με δύο άλογα, και τάστρα ακολουθούσαν η Πούλια ευρισκότανε στη μέση του αιθέρα και ο Ωρίονας κοντά με το σπαθί• πειο απάνω έστρεφε η Άρκτος την ουρά προς τον χρυσό τον πόλο• γεμάτος άστραφτε άνωθε ο κύκλος της σελήνης, όπου τους μήνες διαιρεί, καθώς και η Υάδες, που είνε για τους ναυτικούς το πειό καλό σημάδι• και η Αυγή η φωτεινή όπου ταστέρια διώχνει.
Αλλ' ας έχη, κύριοι μου, ο εβραίος τούτος χάρι, Επειδή, εάν εκείνη η μαούνα του Γρυπάρη, Που τραβούσε χίλια μίλια εις τα κύματ' από κάτω, Εκατόρθωνε να φθάση εις της θάλασσας τον πάτο, Θε να έδειχνα ποιος είνε πιο νταής από τους δυο Στης εβραίισας τον γυιό.
Αφτός εκεί τον αδερφό με βιάση από το ποδάρι τραβούσε, κι' όλων φώναζε των αρχηγών βοήθια· μα ενώ τον τράβαε πρόσκεντρα, μια κονταριά από κάτου του δίνει απ' την ολόιση αφαλωμένη ασπίδα, 260 και την καρδιά του παραλεί· και τρέχοντας κοντά του του κόβει και την κεφαλή στον αδερφό του απάνου. Έτσι τ' Αντήνορα τους γιους, σαν πούτανε γραφτό τους, κάτου να παν τους έστειλε στον Άδη ο Αγαμέμνος.
Όποιος κι αν είναι ο καθαυτό ο λόγος, τον αθώωσε ο Κωσταντίνος τον Άρειο και τον αφήκε μέσα στη Χριστιανωσύνη, σαν την αλεπού του Σαμσώνα μέσα στα ώριμα στάχια., Άρχισαν αμέσως, κι ο Άρειος κ' οι φίλοι του, και δουλεύανε με κάθε τρόπο θεμιτό κι αθέμιτο. Πρεσβύτερος όντας της Αλεξάντρειας, εκεί φυσικά τον τραβούσε κ' η φιλοδοξία του.
Ο Νίκος κοντά της! τόσο κοντά που δεν ανάπνεε άλλον αέρα παρά τη ζεστήν ανάσα του κορμιού της, που σκόρπιζε ολοένα γύρω του ένα μύρο, σαν κάποιο αέρινο και φεγγερό ρευστό, και τα μάτια του τα παράξενα εκείνα μάτια, τα γαλαζοπράσινα, με τις κόρες τις διπλές και τρίδιπλες σαν άνθη και τον ήσκιο ολόγυρα που τραβούσε σα μαγνήτης, έπιναν κ' εκείνα τη λάμψη πούτον απάνω στα μαλλιά και στο πρόσωπο της Λιόλιας σαν ήλιος που μεσημεριάζει απάνω σ' ανθόφυλλα γλυκά.
Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα. — Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. — Ο Θεός να με συχωρέση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν