Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Οι άλλες λεύκες τίναζαν τα ξερά και μαραμένα φύλλα τους σαν δάκρυα μέσα στο ήσυχο το ρέμα· τα σπάρτα ξέχασαν τα χαρωπά παιγνιδίσματα με τις χρυσές ακτίνες και μόνο ταγκαθωτά φύλλα τους έτριζαν λυπητερά με τις άγριες πνοές· οι καλαμιές, σαν γερόντισσες ξερακιανές, τρέκλιζαν με τις αύρες που τους ζητούσαν ερωτικά παιγνίδια, γαργαλίζοντας τα χλωμά και στεγνωμένα φύλλα τους.
Άφθονα τα δάκρυα έτρεχαν εις το πρόσωπόν μου, όταν άφησα την πόλιν και το σπίτι μου και τον άνδρα μου κυλιόμενον εις την σκόνην. Ω δυστυχισμένη εγώ, τι ανάγκη ήτο να βλέπω ακόμη το φως ως δούλη της Ερμιόνης; Και αυτήν φοβουμένη τώρα κατέφυγα εις αυτό το άγαλμα της θεάς, το οποίον εναγκαλίζομαι ως ικέτις, όπου και λύομαι εις τα δάκρυα, τα οποία τρέχουν ως σταγόνες από πέτραν.
Και αφού ετιμώρησε το βάναυσο για την κακοήθειά του, πλησιάζει τη βοσκοπούλα. Ω! τι βλέπει! τα ωμορφότερα του κόσμου μάτια της έχυναν τα ωμορφότερα δάκρυα του κόσμου. Αλλοίμονο! είπε από μέσα του, πώς μπόρεσε να προσβάλη ένα τόσο αξιολάτρευτο πλάσμα.
Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ... Δεν πρέπει να λείψουμε κ' οι δύο από το σπίτι. — Ηγώ τώκαμα του τάμα, είπεν η παπαδιά. — Μα αν πάω εγώ το ίδιο είνε. — Δεν είμαι ήσυχη αν δεν είμαι κοντά σου, παπά μ', είπεν η παπαδιά. — Κ' ημάς πού θα μας αφήσετε! έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ. — Σιώπα, καϋμένη, είπε το Βασώ. Θα με πάρ'νε κ' εμένα μαζί, σιώπα!
Αφού έκλαυσεν ως παιδίον, κ' εθρήνησεν ως γυνή ο Αγάλλος, κ' έβρεξε με δάκρυα το χώμα, δευτέραν και τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, συγχρόνως είπε μέσα του: — Δεν πάω εγώ τώρα ν' αρραβωνισθώ την Ουρανίτσα, διά να πάρω την ευχή των γονέων μου; Ιδού φως φανερά, καθώς είπεν ο πατέρας, δεν ημπόρεσα να θεμελιώσω σπίτι χωρίς την ευχή τους.
Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.
Εάν, πενθηφορών, προσεφώνει την σύγκλητον, οι πατέρες θα ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την ευγλωττίαν του και εις τα δάκρυά του; Εάν έκαμε χρήσιν όλης της τέχνης του, όλης της επιτηδειότητός του ως ηθοποιού, δεν ήτο βέβαιος ότι θα τους έπειθε; Δεν θα του έδιδον τουλάχιστον την εξαρχίαν της Αιγύπτου; Συνηθισμένοι να τον κολακεύουν, δεν ετόλμησαν να αρνηθώσι φανερά.
Εν τοις τοιούτοις ερημικοίς ενδιαιτήμασιν, εις ά ιδιάζουσιν οι ανεκλάλητοι εκείνοι ψίθυροι, φαίνονται συμψιθυρίζοντες μετ' αυτών και οι στίχοι ούτοι του ποιητού της Αλβιώνος· Του ίυγγος ο γογγυσμός ο πένθιμος ηκούσθη, ο κώδων ο ερημικός της προσευχής εκρούσθη. Χαίρε Μαρία! έρωτος και προσευχής η ώρα. Χαίρε Μαρία! δέχθητι τα δάκρυα ως δώρα.
Το έλεγε και το απεδείκνυεν ατυχώς!. . . Και μία λύπη κατέλαβεν ήδη τον γέροντα· λύπη απ' εκείνας που αφαιρούν του ανθρώπου τα συναισθήματα έως να λησμονή και τον ίδιον εαυτόν του. Τα δάκρυά του έπαυσαν αίφνης.
Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να συγκλίνωμεν εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά να μας απατήση και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την επιτηδειότητα που ο έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα θελήματά της και εις την αγάπην της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν