Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450 'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα. — Τι να το κάμω; τι να το κάμω; Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα.
— Ας έρθη κι' αυτή, η καϋμένη, Στάθη, είπε του ανδρός της. Κοντολογής, ο άνδρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε και ολίγα ρουχικά μαζί. Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρρότσα. Εμείναμε δυο-τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Άι-Γιάννη του Ρέντη.
Τούτο και ενταύθα δυνάμεθα να διακρίνωμεν και δη ο μικρός Ρούντυ είναι ο μικρός Άνδερσεν· βρέφος πεσόν εις τον παράδοξον κόσμον του Παγώνος εις τας αγκάλας της μητρός του έχασε την αίσθησιν του γέλωτος, όπως ο μικρός Άνδερσεν διαρκώς έκλαιε εις την παράδοξον νεκρικής καταγωγής κλίνην· ήτο ρεμβώδες και αλλόκοτον ως αυτός παιδίον, φεύγον την συναναναστροφήν των παιδίων, ελκύον ως και εκείνος την προσοχήν· ο θείος του ήτο θαυμαστής του Ναπολέοντος, ενετρύφα και αυτός εις τας διηγήσεις, ετέρπετο εις τα φαινόμενα της φύσεως· αλλ' αντιθέτως αυτού ήτο ατρόμητος, μη φοβηθείς και να ριφθή υπέρ τας φάραγγας άνω της αβύσσου, μετέωρος, να αρπάση τον αετιδέα χάριν του έρωτός του· δεν έσπασε τον λαιμόν του, διότι &εκρατείτο στερεά&, αλλά και ο Άνδερσεν αυτό είχεν ως αρχήν του, μεταβάλλων μεν τας σειομένας σκιάς εις Πρόσωπα και φρικιών εις τους ήχους αλλά διά της επιμονής και καρτερίας του δρέψας την αθανασίαν.
Αλλ' η μάνα ήτον δι' αυτά ως να μην υπήρχε, και τα δυστυχή πλάσματα δεν ήσαν εις ηλικίαν ούτε να αισθανθώσι την έλλειψιν, ούτε να δύνανται τουλάχιστον να την αναπληρώσωσι. Το μικρόν αγόρι, το οποίον εφαίνετο να είναι ομήλικον με το κοράσιον το έν, ως να ήσαν δίδυμα, έκλαιε κ' εζήτει «να σηκωθή η μάνα του να του κάμη γρηά στο τηγάνι».
Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, όμοια τα ωραία μάγουλα 'ς τα δάκρυα της ελυόναν, ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, 'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλι 'ς αυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· «Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους εξένισες 'ς το σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».
Ο νέος δεν ελάλει, αλλ' έκλαιε σιωπηλώς• έκλαιεν, ο δε γέρων, κρατών του υιού του την χείρα, διέκοπτε συχνάκις την προς εμέ ομιλίαν, διά να αποτείνη προς εκείνον λόγους ενθαρρύνσεως και παρηγορίας. Η θέα των δύο εκείνων εκλόνισε την καρδίαν μου.
— Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν.
Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς!
Και προστριβόμενος εις το φόρεμά της, ως παιδίον, έκλαιε και την ικέτευε να μεσιτεύση προς τον πατέρα της να γίνη ο γάμος, το ταχύτερον εκείνον τον μήνα. Η μητέρα του τον εθώπευσε κ' επροσπάθησε να τον παρηγορήση, αλλά συγχρόνως του παρέστησεν ότι δεν ήτο δυνατόν να γίνη ο γάμος τόσον ταχέως, διότι και η Πηγή δεν είχεν έτοιμα τα προικιά της. — Δε θέλω γώ προυκιά! είπε ζωηρώς ο Μανώλης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν