United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτυπτον τα στήθη των, και έπληττον τον αέρα με τους θρήνους των, εωσότου ο Ιησούς Αυτός κατεσίγασε τας οξείας κραυγάς των διά λόγων πανδήμου νουθεσίας. Στραφείς προς αυτάς, είπε, «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' Εμοί, κλαίετε δε μάλλον εφ' εαυταίς και επί τοις τέκνοις υμών. Ότι ιδού, ημέραι έρχονται εν αις ερούσι, Μακάριαι αι στείραι και γαστέρες αι ουκ έτεκον, και μαζοί οι ουκ εθήλασαν.

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονον, ας αρχίσωμεν να κλαίωμεν τον βασιλέα μας σύμφωνα με την συνήθειαν των νεκρών. ΠΗΛΕΥΣ Ω, εγώ θ' απαντώ εις τους θρήνους σας με τα δάκρυά μου. ΧΟΡΟΣ Κάμε υπομονήν• από τον θεόν είναι αυτή η συμφορά. ΠΗΛΕΥΣ Ω αγαπημένο μου παιδί, αφήνεις έρημον το σπίτι σου και εμένα τον γέροντα χωρίς παιδί. ΧΟΡΟΣ Ω γέρον, έπρεπε να είχες πεθάνη πριν από τα παιδιά σου.

Η Ασημήνα έρρηξε μίαν κραυγήν, είτα μετά την συστολήν του νεκρού απηγόρευσε τα μοιρολόγια. Είχαν χαράν εις την φαμελιάν της, και το σπίτι της νεονύμφου ήτον εκατόν βήματα παρέκει αντικρύ εκεί. Δεν ήρμοζε ν' αμαυρωθή με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατρός της.

Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, 'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760 έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης•

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Με κοντάρι τον σκότωσες. ΙΣΜΗΝΗ Με κοντάρι σκοτώθηκες ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω, κακόπραγος. ΙΣΜΗΝΗ Ω, κακόπαθος. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Χυθήτε θρήνοι μου. ΙΣΜΗΝΗ Χυθήτε δάκρυά μου. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από τους θρήνους το νου μου χάνω. ΙΣΜΗΝΗ Απ’ την καρδιά μου θρηνώ, στενάζω. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω πολυθρήνητ’ εσύ. ΙΣΜΗΝΗ Και συ πάλι τρισάμοιρε. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από δικό εσκοτώθηκες. ΙΣΜΗΝΗ Και συ δικόν εσκότωσες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλά να λες.

Λέγει του ο βασιλεύς· εγώ είμαι υπόχρεος εις την αγαθήν σου γνώμην και εις τους φιλικούς σου ασπασμούς και είμαι έτοιμος να σε βοηθήσω και να σε ελαφρώσω από τους θρήνους και την λύπην σου, όσον μου είναι δυνατόν, όταν μου διηγηθής την αιτίαν πώς ευρίσκεσαι εδώ μοναχός, και διατί είσαι κυριευμένος από τόσην θλίψιν και αδημονίαν, και κοντολογής την ιστορίαν της δυστυχίας σου· αλλά πρώτον σε παρακαλώ να μου φανερώσης το φαινόμενον της λίμνης, οπού είναι εδώ πλησίον, και τι σημαίνουν τα ψάρια της, που έχουν τέσσαρων λογιών χρώματα, και τι δηλοί τούτο το μεγαλοπρεπές παλάτιον.

Του κάκου πάσκισε η μητέρα με θρήνους και με δάκρυα να τονέ μεταπείση· πήρε τα μάτια του κι αποτραβήχτηκε στη μοναξιά κ' έμεινε αποκοσμωμένος, ώσπου βαρειά αρρώστια τον ξανάφερε στην πατρίδα του ύστερ' από έξη χρονών τυράννισμα. Δεν μπόρεσε πια όμως να μεταγυρίση στην ερημιά σαν ανάλαβε. Είχε δεν είχε τον έμπλεξε στα δίχτυα του ο Μελέτιος.

Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, να κυττάξουν το νοικοκυριόν των.

Και ποιος τω όντι δεν θα 'πή, — τους δύο κοιμισμένους αφού τους πασαλείψωμεν με αίμα, και συγχρόνως αν κάμωμεν των μαχαιριών των ιδικών των χρήσιν, — ποιος δεν θα 'πή ότ' είν' αυτοί οι ένοχοι και μόνοι; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ποιος θα τολμήσει να ειπή ή να πιστεύση άλλο, όταν ιδούν τους θρήνους μας διά τον θάνατόν του;

Όθεν εμείς την άλλοτε αδελφήν μας, τώρα βασίλισσάν μας, σεβαστήν συγκληρονόμον του κράτους τούτου, οπού λαμπρύνει αρμάτων δόξα, θελήσαμεμε ηδονήν κάπως κομμένην, με ιλαρό το 'να μάτι, με το δάκρυ 'ς τ' άλλο, με γέλιατην θανήν, με θρήνους εις τον γάμον, την χαράν με την πίκραν ίσια ζυγιασμένηννα νυμφευθούμε· και δεν έχομε αποκλείση, 'ς αυτό, την συνετήν σας γνώμην, 'πού ελευθέρως εβάδισε μ' εμάς· και σας ευχαριστούμε.