United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας: «Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα!

Και με άρπαξες, αλλά όχι όπως η μπόρα την που διψά γι' αντάρες νέα ψυχή· με δρόσισες καθώς δροσά τη χώρα η καρπερή ανοιξιάτικη βροχή· απλή και ταπεινή, μα πλουτοφόρα σε μια ζωή ήρθες σκοτεινή, φτωχή, την άνοιξες στον ήλιο, στη γαλήνη που σε όσους αγαπά ο θεός τα δίνει.

Τη νύχτα πάλε τόσο λαμπρά φωτισμένη η χώρα, που θάρρειες κ' είχανε, λέει, κομματιασμένο τον ήλιο και σκόρπιο απάνω της. Κάθε φυλής διαβάτες με κάθε λογής φορεσιές πηγαινοερχόντανε στους πανώριους εκείνους δρόμους, και κάθε λογής γλώσσες κ' ιδιώματα αντιλαλούσαν απ' άκρη σ' άκρη. Έδρωναν, κ' οι Ρωμαίοι στα πρώτα, κ' οι δικοί μας κατόπι, για να κυβερνούνε τους τετραπέρατους τους Αλεξαντρινούς.

Καθισμένος στα σκαλοπάτια κάτω από τον ήλιο, με τον σκούφο του γερμένο για να του κάνει λίγο ίσκιο στο πρόσωπο, πελεκούσε με το σουγιά του ένα μικρό κομμάτι ξύλο που η ντόνα Ρουθ ήθελε να βάλει κάτω από την εξώπορτα, αλλά η ανταύγεια της λάμας στον ήλιο τον ενοχλούσε στα μάτια και η βιόλα, που είχε κιόλας μαραθεί, έτρεμε πάνω στο γόνατό του.

Και η τοκογλύφος έγνεθε και τα περιστέρια γουργούριζαν και οι κότες τσιμπούσαν τις μύγες που κάθονταν επάνω στη ροδαλή κοιλιά από τα γουρουνάκια ξαπλωμένα στον ήλιο: ο κόσμος όλος ήταν ήρεμος. Εκείνος μόνο αγωνιούσε. «Α, ώστε δεν το ήξερες; Πίστευα πως ένα μέρος από τα χρήματα το κράτησαν οι κυράδες σου για να σε πληρώσουν.

Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κ' η καρδιά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώση, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύη λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ' όλο το αίμα της και μ' όλη της την ταπείνωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλη στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε».

Μέσα στην καταχνιά θολοσκεπάζουνται, χάνουνται όλα και τίποτις πια δεν υπάρχει. Σα να μην είχε ουρανό και θάλασσα και καράβια. Λιγάκι ήλιο. παρακαλώ. Τώρα που δεν τη βλέπω, σταναχωριούμαι, και τη γυρέβω. Τεντωμένος ο νους μου, κουρδισμένος, τσιτωμένος, και τη συλλογιούμαι. Εγώ ξέρω. Ένα κομμάτι από δω, ένα κομμάτι από κει. Σκόρπια κατά γης. Έτσι είναι κ' η αλήθεια.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Έναςτον άλλο επάνω Λαχομανούν, αφρίζουνε.. 'Σ τη μεσινή τη θύρα Σε λίγο τρίζει το σχοινί... Αλλαλαγμός, κατάραις... Σπαράζει τάγιο λείψανο... Ταχόρταγα τα όρνεια Ολόγυρά του σφίγγονται... Του ξέσχιζαν τα ράσα... ξεγύμνωσαν τα στήθια του κ' εφάνηκετον ήλιο Απόκρυφη λαβωματιά... Πλευρόνουν την κρεμάλα Γρηαίς αρκουδογύφτισαις και με τα δοκανίκια Του δέρνουνε το πρόσωπο... Πλακώσαν κ' οι Εβραίοι Και ξεκρεμάσαν το νεκρό... Αρπάζουν την τριχιά του, Δαιμονισμένοι τρέχουνε... Οπίσωθε αλυχτούσαν Χιλιάδαις σκύλοι νηστηκοί... Εφτάσαντακρογιάλι... 'Σ του Πατριάρχη το λαιμό, δένουν σφιχτά μια πέτρα Και μ' ένα ρυάσιμο βραχνό που τάκουσαν οι τάφοι Και τα παιδιά μεςτην κοιλιά, 'ς τα χέρια τόνε πέρνουν Και τον πετούντην θάλασσα.,. Νυχτόνει... ο πεθαμμένος Προβαίνειτην αστροφεγγιά... Σιωπηλά ταγέρι Φυσσά μεςτάσπρα του μαλλιά... Το λείψανο αρμενίζει.

Τότες όμως από τους βράχους, από τα βουνά κι από τις πεδιάδες, από τα περιγιάλια κι από τα χωριά γύρω γύρω, προχωρούσαν άλλοι μικροί, μικρούτσικοι αθρώποι κι αφτοί, που δε φαίνουνταν πριν. Είταν προστυχοντυμένοι και ντροπαλοί. Έννοιωθαν πως είχε ήλιο στη χώρα, κ' έρχουνταν τώρα ο καθένας να χαρή τη ζωή και το φως. Οι χωρικοί, λέει, δε φοβούνται τον ήλιο κ' η ζέστη τους αρέσει.