Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Και τέλειονε το κέντημα, το χιλιοξομπλιασμένο, Κεντώντας πόλη κάτασπρη κοντά σε περιγιάλι, Με μάρμαρα πελεκητά και χρυσοσκαλισμένα, Και στην κορφή πανέμορφο βασιλικό παλάτι, Οπού έχει μέσα βασιλιά κι’ απανωθιώ σημαία Γαλάζια-καταγάλαζια, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση, Και μες στη μέση του Σταυρού κορώνα στουροφόρα.... Κι’ αντίκρυ από του Βασιλιά το κάτασπρο παλάτι, Κένταγε βράχον ένδοξο, περίφανο, μεγάλον, Από τον ήλιο κόκκινο κι’ από τα χρόνια μαύρο, Και στην κορφή τον ξακουστό και θείον Παρθενώνα, Της Τέχνης άγιο λείψανο, του Ωραίου άγιο βήμα, Προσκυνητάρι σεβαστό του κόσμου πέρα ως πέρα.
Είχε αποστάση ο χωρικός μέσα στον ήλιο και περίμενε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, και τα κορίτσια του ν' αφήσουν τον τρύγο για να ξεμεσημεριάσουν για να φάνε.
Φάγαμε σ' ένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε. Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά.
Ο Joachim της Flora στέκεται στον ήλιο και στον ήλιο ο Aquinas ξαναδηγιέται την ιστορία του Αγίου Φραγκίσκου και ο Bonaventure την ιστορία του Αγίου Δομινίκου. Μέσ' από τα φλογισμένα ρουμπίνια του Άρη σιμώνει ο Cacciaguida. Μας λέει για τη σαΐτα που πετάει το τόξο της εξορίας και πόσο πικρό είναι το ξένο ψωμί και πόσο ανηφορική η σκάλα του ξένου σπιτιού.
Επάνω στην αγία τράπεζα, που ήταν φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα, το δισκοπότηρο άστραψε στον ήλιο και ο Λυτρωτής φάνηκε να διστάζει πριν ξεκολλήσει από το βράχο και αρχίσει να πετάει, εγκαταλείποντας το σταυρό ανάμεσα στη γκρίζα γη και το γαλάζιο ουρανό. Ακούστηκε κάποιος να κλαίει γοερά∙ ήταν ένας ζητιάνος ανάμεσα σε δυο τυφλούς, πίσω από ένα θάμνο. Ήταν ο Έφις.
Αλλ' αχ! το αισθάνομαι· ο Θεός δεν δίνει βροχή και ήλιο στις ορμητικές παρακλήσεις και εκείνοι οι καιροί που με βασανίζει η ανάμνησί τους, γιατί άλλοτε ήταν τόσον ευτυχισμένοι παρά μόνο γιατί με υπομονή επερίμενα το πνεύμα του, με καρδιά γεμάτη απόκρυφη ευγνωμοσύνη, δεχόμουνα την ηδονή, που μου έδινε! 8 Νοεμβρίου. Με εμάλωσε για το παραστράτημά μου! αχ, με τόση ερασμιότητα!
Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.
Ώ! ποιος να ήνε ο θεός, που απέναντι στον ήλιο, από το βάθος του ναού, το πρόσωπο του λάμπει; ας φύγουμε, μητέρα μου, καιρός δεν είνε τώρα να βλέπουμ' όσα οι θεοί μπροστά μας φανερώνουν. ΑΘΗΝΑ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΘΗΝΑ Μη φεύγετε! θεός εχθρός δεν έρχομαι μπροστά σας• είμαι κ' εδώ προστάτης σας καθώς και στην Αθήνα.
— Κρακρούκ! ανεβοκατέβηκε ξεροσκαστά η βαριά πάνω στο κάφκαλό του. Ελωλώθηκε ο Λιάρος. Εθόλωσαν τα παιδιακήσια του μάτια. Επρομύτισε με τη μούρη στα χώματα. Εχτύπησαν δεμένα τα πόδια του τον αέρα. Εμουκάνισε με κλάψα πολλή, με πικρό παράπονο. Ο μακελάρης πέταξε τόρα με βία τη φοβερή τη βαριά του παράμερα. Εξεφηκάρωσε ένα πλατύ χασαπομάχαιρο κοντό, που άστραψε στον ήλιο ασημένιο.
Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν