Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.

Κι' ο ΓέροΠοταμός κυλούσε ταργοκίνητα νερά του, πέρα και πέρα από τις χώρες των ανθρώπων, με μια βασιλική ευτυχία. Κάτω από τα γέρικα κορμιά των δένδρων καινούργια φύτρα εχαιρετούσαν κάθε άνοιξι το μεγάλον ήλιο. Και οι μαννάδες τους έσκυβαν στοργικά και τους εμουρμούριζαν το παλαιό τραγούδι της ευτυχίας.

Να μου τον χαιρετάς, Δέσποτα, τον Σύριο Μεσσία, αλλά ο Ερμογένης και σε γάιδαρο μετάνοιες κάνει, στον ήλιο φτάνει να πυρώνεται και όχι πότε θα πεθάνη έτσι σαν σκύλος ν' απαντέχη, των αγριμιών τα χείλια με το αίμα του να βρέχη, στον άλλο κόσμο να τον κατεβάζουνε παλουκωμένο, ή να τον σέρνουν από λόγχες τρυπημένο.

Τ' αδυνατισμένα πρόσωπά τους γίνονται χλωμά, τα ρούχα τους πέφτουν κυρέλια, ξεσκισμένα από τ' αγκάθια. Αγαπιούνται όμως. Δεν υποφέρουν. Μια μέρα, καθώς περνούσαν τα μεγάλα απάτητα δάση, έφθασαν κατά τύχη στο ερημητήριο του αδελφού Ογκρίν. Στον ήλιο, σ' ένα ελαφρό δάσος ιτιών, κοντά στο εκκλησάκι του, ο σεβαστός γέρως στηριγμένος στο δεκανίκι του, πήγαινε με μικρά βήματα.

Το νερό αργοκίνητο, χωρίς μουρμουρητά ή παράπονα, περνούσε αφλοίσβητο ανάμεσα στις πρασινάδες. Κάτω από τον ήλιο ο Ποταμός φορούσε τα χρυσάφια του και στολιζότανε με διαμάντια και με ζαφείρια· κάτω από το φεγγάρι έβαζε τασημένια του και φορούσε τα οπάλια και τα μαργαριτάρια του· μέσα στο σκοτάδι της νύκτας ντυνότανε τα μαύρα του βελούδα, κεντημένα με χρυσά άστρα.

Δέσε στο χέρι μου το χέρι, έτσι όπως τότε μιαν ημέρα· πουλιά λαλούσαν στον αέρα, στης άνοιξης το πρώτο χάδι στους κλώνους έλιωνε το χιόνι· ήταν βαθιά μες στο λαγκάδι και βρέθηκες κοντά μου μόνη. Δε λέω το μυστικό σου· στάσου να πω μονάχα τη χαρά σου όταν στο λόφο είχαμε φτάση κι αντίκρυσες τον ήλιο κάτου, που χρυσοφώτιζε τα δάση· σ' ένα λαμπρό βασίλεμά του.

Και ή μ' έχεις κράξει ή σ' έχω κράξει, και ή μ' έχεις φέρει ή σ' έχω φέρειείναι φτερά που πάει το αέρι, φύλλα που ο άνεμος θ' αρπάξηήρθα· δεν τίναξαν τα φύλλα, ολόρθη στέκοσουν μονάχη· κρεμόντανε στους κλώνους μήλα, νερό συντρίβονταν στα βράχη κι είχες τα πόδια σου λουσμένα κι ως να πατούσες ήσουν κρίνα, τα χέρια σου μπροστά ριγμένα σα λευκά κρίνα ήταν κι εκείνα και σα φτερά και είχαν απλώσει στον ήλιο που είχε πέρα δώσει.

Στην άκρη του κήπου, μες τις χλωρασιές σκαρισμένοι, σαν τους σαλήγγαρους στα πρωτοβρόχια, κιτρινιάρηδες και χλωμοί, κακοπρόσωποι και μισόμποροι, παραλυμένοι από τις καθελογήτικες αρρώστιες τους, εκάθονταν απάνω στα ξύλινα παλιόσκαμνα κ' ελιάζονταν στον καφτερόν τον ήλιο με αναγάλλιαση πολλή, οι άρρωστοι στρατιώτες. Στις στρατώνες μπροστά, ακόμα να τελειώσουν προσκλητήριο.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση.

Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν σημαίες, πορφύρα βασιλική και ατίμητη και άστραφτε στον ήλιο των κανονιών το ατσάλι κ' εγελούσαν ειρηνικά οι οβίδες στημένες πυραμίδα και ηχολογούσαν οι σάλπιγγες κ' εκοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια των στρατιωτών και οι λόγχες τους εσπιθοβόλουν, κρίνα δροσολουσμένα πέρα στο βουνό. Χαρά και αγαλλίασι και θρίαμβο δόξας ετραγουδούσεν η γη και το στερέωμα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν