Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω.

Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . . Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: θυμήθηκ' εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . . Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες.

Τα δένδρα κουνούσαν από μακρυά τις ψηλές κορφές τους και την χαιρετούσαν, τα λουλούδια της έστελναν χαιρετίσματα με τις πιο γλυκές μυρωδιές τους, και η λίμνη, που γιάλιζε σαν καθρέφτης κάτω απ' τον ωραίο ήλιο, την προσκαλούσε πάλι να λουσθή στα νερά της. Και η βασιλόπουλα έκλαιγε κι' όλο έκλαιγε.

Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει, Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει: — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα, Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.

1878, Μάρτη 4 . Έφεραν 120 σκλάβους από την επανάσταση του Λυκουρσιού. Τους είχαν ζάρκους και δεμένους με την ελληνική σημαία τους μαζί. Τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου. Κ' οι χριστιανοί έτρεξαν και σύναξαν απ' όλα τα σπίτια φορέματα και θροφή και τους συμπονέθηκαν. 1878, Μαϊού 5 . Έπεσε στα γεννήματα ακρίδα. Τόση πολλή που όντας πετούσε σκοτάδιαζε τον ήλιο.

Όλο το κορμάκι του έκαιγε σαν το καμίνι, το κούτελό του ήτανε σαν πέτρα πυρωμένη απ' τον ήλιο του Θεριστή και τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά μοιάζανε σαν φλόγες, που καίγανε αλύπητα τωραίο του κεφάλι. Δίπλα του η Μαρία τον παράστεκε βουβή και πικραμένη.

Εκείνη κόρη του αγρού, γεννημένη στη δροσοστόλιστη και ηλιολουσμένη πρασινάδα του βουνού, κόρη αγνή κι ανήξερη, σταλαματιά νερού στον ήλιο, είχε ζήση τόσα χρόνια τόρα στον ήσυχο ορίζοντα του χωριού της.

Άσπριζε η εξοχή από τ' άσπρα μαντήλια των κοριτσιών που φορούσαν στο κεφάλι για τον ήλιο, έφερνε στα φτερά του το μυρωμένο αγέρι στιχάκια αγάπης και καημού από τα τραγούδια των τρυγητών: Ψηλά την χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίση ο κλώνος και θα σου φύγη το πουλί και θα σου μείνη ο πόνος...

Ο ήλιος διάφανος, δροσερός αγκάλιασε πάλι την εξοχή, μεγάλοι κόμποι νερού τρεμούλιαζαν στην άκρη των μαδημένων φύλλων των δέντρων των κλημάτων, ο ουρανός άπλονε τη θολωτή αγκαλιά του πιο γαλάζια, τα πουλιά λουσμένα στη βροχή, φτερούγιζαν να στεγνώσουν ήλιο. Κ' η λαμπράδα αυτή του καθάριου ουρανού, του μεγάλου ήλιου, έπεφτε με μια μεγάλη λύπη απάνω στην κατατσακισμένη, την καταστραμμένη φύση.

Μπα!.. έλεγε συχνά μισοκλείοντας τα μάτια του σα να θαμπώνονταν από το φως. Η Ελπίδα που παρακολουθούσε άγρυπνα τη νιόβγαλτη σκέψη του άρχισε ν' ανησυχή. — Κύτταξε καλά, βαστάξου! του είπε μια μέρα σοβαρά. Όποιος πολυβλέπει τον ήλιο σκοντάβει στο δρόμο του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν