Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είνε καλά η εθνική τους η χρωματιά. Κ' ίσως καταντάει πια τώρα σα χαμένος κόπος να δείχνουμε «τον ήλιο με το λυχνάρι». Ο «Βουρκόλακας» ανατυπώνεται σήμερα μόνο και μόνο για να μπορή να τονε διαβάζη όποιος επιθυμεί.

Ο καιρός ήταν καλός κ' εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ' εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ' εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παπάδων.

Αφίνουμε το χρυσοστόλιστό του αμάξι, που ολόασπρα μουλάρια το σέρνανε, χαλινάρια και λουριά και σέλλες, όλα κατάλαμπρο μάλαμα, που ξαστράφτανε στον ήλιο σαν έβγαινε βασιλική συνοδία. Μα κ' οι αρίθμητοι δορυφόροι που ακολουθούσανε, μαλαματωμένοι φεγγοβολούσαν κι αυτοί κι ολοξόμπλιαστοι.

Άλλες φαρδειές χοντροκομένες, χοντρορραμμένες, που πλέουν μέσα τους κάτι αγριοσώματα, και ξεβγαίνουν κάτι αγριοκεφάλια πλημμυρισμένα από μεγάλα πολυχρονίτικα μαλλιά και γένεια, και κάτι σκουφίτσες μαύρες-μαύρες και κεντημένες, και λυγδερές, που γυαλίζουν στον ήλιο σα διαμάντια.

Εδώ είναι το χωριό, &η μάννα της χώρας&. Εδώ βλαστίζουν κι ανθοβολούν όλα τανθρώπινα πάθη, έξω, στον αέρα, στον ήλιο, ζωντανά και δροσάτα λουλούδια, όχι στραγγισμένα μυρωδικά, και σε χρυσές μποτιλίτσες κρυμμένα. Μπορείς, φίλε μου, νακούσης και μερικές ανοιχτούτσικες κουβέντες εδώ.

Είτανε τόσο χαρούμενος που μαζευόμαστε όλοι τριγύρω του, άμα γινότανε κάτι κ' η κρυσταλλένια φωνή του και το ξάστερο γέλιο του αντηχούσανε σ' όλο το σπίτι. Τρέχαμε γύρω του γιατί θέλαμε να δούμε πώς λάμπανε τα μάτια του, πώς τα μικρά λευκά του χέρια σαλεύανε από ευχαρίστηση, γιατί θέλαμε να δούμε όλη την αστραφτερή αυτή παιδιάτικη χαρά, που πλημμυρούσε με ήλιο την καρδιά μας.

Μου φαίνεσαι μεγάλος, Ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω Εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο, Πώραν την ώρα θα προβή απ' τ' αντικέφαλό σου. — Τί λόγος, γέρο Πανουριά, τι φοβερή βλαστήμια Ξαγλίστρησ' απ' τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις Ας μη το σκοτειδιάσωμε... Εσύ στη Χαλκομμάτα Σύρε να ρίξης θέμελο.

Γιατί μπορούμε και τώρ' ακόμα να ξανοίξουμε απάνω στη στολή του Βασιληά ταγαπημένα του διάσηματον ήλιο να βγαίνη σχίζοντας ένα σύννεφο.

'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια, 'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια, Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο, Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις, Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Όλα τα χρώματα σβύσανε τριγύρω τους, τα δένδρα πέσανε κάτω ξερά, τα λουλούδια μαραθήκανε και τα πουλιά βουβάθηκαν. Λίγη χλόη έμεινε κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Ήλιος φιλούσε ακόμα από ψηλά το αγκάλιασμά τους. Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται ο Ήλιος στην αγάπη μας; Τα μαλλιά της αγαπημένης μου λάμπουνε ευγενικώτερα και το στήθος της με ζεσταίνει πιο γλυκά απ' τον Ήλιο.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν