Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Η περίσσια η εμμορφιά της τα ξανθά μαλλιά, Τα ολογάλανα τα μάτια, το περπάτημα, Η χρυσαίς η τραχηλιαίς της και το μάλλαμα, Χύνουνε 'ςτό χοροστάσι λάμψι ξαφνική. Άλλοι λεν: η Δημοπούλα, η Μήτρω η έμμορφη, Πήρε πρόσωπο τον ήλιο, τ' άστρα μάτια της, Κι' άλλοι: πήρε το φεγγάρι, τον αυγερινό. — Αχ! κ' εγώ λεβέντης νάμουν, χωριατόπουλο, Να με παίρναν 'ςτο χορό τους και να χόρευα.
Να ζήσετε και να γεράσετε... Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του. — Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά! Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο.
Αρχίζει να σκοτεινιάζη. Ώστε αύριο, έχω το λόγο σας. Θα πάμε να ιδούμε τον Ήλιο που θ' ανατείλη .. . ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Βοήθησέ με Μπάρμπ-Αργύρη να βάλουμε αυτό το τραπέζι στη μέση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ ήρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω, που λέει κ' η παροιμία. Τι το θέλεις το τραπέζι στη μέση; ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Να! Γι' αυτή τη θεατρίνα που θα κάνη την παράσταση.
ΧΟΡΟΣ Ω κόρη του Πελίου, είθε στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο, στου Πλούτωνος τα δώματα να είσ' ευτυχισμένη. Ας μάθη του Άδου ο θεός, με τα μαλλιά τα μαύρα, κι' ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα καλλίτερη δεν πέρασε του Αχέροντα τη λίμνη.
— Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους. — Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος. — Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή. Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.
Στον Κρόνο η ψυχή δεν ψάλλει και ο οδηγός μας ακόμα δεν τολμά να χαμογελάση. Σε χρυσή αναβάθρα 'πάνω φουντώνουν και χαμηλώνουν οι φλόγες. Τέλος βλέπομε την πομπή του Μυστικού Ρόδου. Η Βεατρίκη στηλώνει τα μάτια της 'πάνω στο πρόσωπο του Θεού και δε τα στρέφει πια αλλού. Μας επιτρέπεται να χαρούμε το μακάριο θέαμα· γνωρίσαμε την Αγάπη που κινεί τον ήλιο και ταστέρια.
Ο Νίκος όμως δεν ήτον τυφλός κι ούτε κουφός να μην ακούη τα τι λέγανε στη γειτονιά και προ πάντων τα κορίτσια καθώς περνούσε: «Κρίμας το νέο να πάρη εκείνη τη χτικιάρα !» Μια μέρα βγήκε η Βεργινία απ' την πόρτα του σπιτιού της ναδειάση το κασσόνι με τα σκουπίδια πίσω από τη γωνιά της μάντρας, κατά το βουνό, που ήτανε σωροί-σωροί λιθάρια και σπασμένα μπουκάλια και πιάτα και παλιόχαρτα και πάτοι από ντενεκέδες και στριφογυρισμένα τσέρκια από βαρέλια και λαμποκοπούσαν όλα στον ήλιο σα θησαυροί ατίμητοι.
Από κοριτσάκι είχε συνηθίσει να βλέπει τα κόκαλα που τον χειμώνα ζεσταίνονταν λες στον ήλιο και την άνοιξη άστραφταν με τις δροσοσταλίδες. Η ντόνα Έστερ δεν ξεχνά ποτέ τίποτα και δεν παύει να παρατηρεί∙ έτσι, μόλις μπήκε στην αυλή, κατάλαβε ότι κάποιος τράβηξε νερό από το πηγάδι.
Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.
Είτανε δυνατό η γυναίκα μου μέσα σ' όλη τη λάμψη της ευτυχίας, που έδινε τον τόνο σ' όλο το είναι της, να έκρυβε το σπόρο της δυστυχίας, που έμελλε να πέση σ' όλη τη ζωή μας; Είτανε δυνατό αυτό; Ζούσε τάχα δυο ζωές; Μπορούσε να ζη μέσα στον ήλιο και ταυτόχρονα να αιστάνεται πως η νύχτα είτανε κοντά; Ή μήπως η προαίστηση του φόβου, που έδειχνε τώρα, είτανε μια από τις φαντασίες εκείνες, που είναι συνέπειες της κατάστασης που βρισκότανε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν