Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Κάθισε στο δώμα εκείνο απάνω μια στιγμή η Ασήμω, και τήραγε στα μακριά το κάτω χωριό, το χριστιανικό, κι άκουγε τα λαλητά που γεμίζουν τον αέρα σε κάθε χωριού γειτονιά, απ' άντρες κι από γυναίκες, από παιδιά κι από γέρους, από σκυλιά κι από λογής λογής ζώα και πετάμενα, κάθε βράδυ στο γέρμα του ήλιου και πρι να πάρη απόνυχτο.

Ευθύς που ο Γιαφάρ έδωσε τον λογαριασμόν του Καλίφη διά τα όσα αυτός είχε πράξει, επρόσταξε να κρεμάσουν τον σκληρόν Βεζύρην, και ύστερον να τον τεταρτιάσουν, και να τον ρίξουν να τον φάγουν τα σκυλιά.

Πώς να ξεσκίσει κυνηγό μέσα από πυκνολόγγι όξω πετιέται η πάρδαλη, που και σκυλιά αν γαβγίζουν, σαν τι θα πει φοβόκαρδος και δείλια δεν γνωρίζει· 575 έτσι ο Αγήνορας, ο γιος του σεβαστού Αντηνόρου, 579 πριν δοκιμάσει πόλεμο δεν ήθελε να φύγει, 580 Μον τη γερή κι' ισόκυκλη κράτησε ομπρός του ασπίδα και βροντοφώνησε έτοιμος να ρήξει το κοντάρι «Το ξέρω, ο νους σου τόλπιζε, θεόμορφε Αχιλέα, να μας πατήσεις σήμερα τ' αγέρωχο μας κάστρο τρέλα! τι ακόμα εδώ αρκετό κοντάρι πριν θα παίξει. 585 Τι άντρες πολλούς και δυνατούς εδώ 'χει, που την Τροία, φρουροί στα τέρια μας μπροστά κι' αδύναμα παιδιά μας, θαν τη γλυτώσουν· Μον εσύ θα βρεις εδώ τον τάφο, πούσαι έτσι ανήμερο θεριό και φαντασμένο κι' άγριο

Ω! σπαθιά, φωτιά!...Σας έχει πληρωμένους! Διεφθαρμένε δικαστά, πώς άφησες να φύγη; ΕΔΓΑΡ Να ευλογήσουν οι θεοί τας πέντε σου αισθήσεις! ΚΕΝΤ Ω θλίψις! Κ' η υπομονή, αυθέντα μου, πού είναι, που εσυχνοκαυχήθηκες ποτέ να μη την χάσης; ΛΗΡ Να τα σκυλάκια! τα σκυλιά! Ιδέ τα, πώς γαυγίζουν! ΕΔΓΑΡ Τώρα να τα δώση κατακεφαλιαίς ο τρελλός. Έξω απ' εδώ, βρωμόσκυλα Εμπρός! δρόμον!

Στην αρχή από ντροπή να μην φανερωθή κ' επειδή προφυλάγονταν από το τομάρι, που τον εσκέπαζε, έμενε βουβός μέσα στ' αγκάθια. Μα όταν κ' η Χλόη κατατρομαγμένη, καθώς τον πρωτόειδε, εφώναζε το Δάφνη βοήθεια και τα σκυλιά ξεσκίζοντας το τομάρι εδάγκωναν το κορμί του, έκλαψε δυνατά και παρακαλούσε την κορασιά και το Δάφνη, που είχε πια φθάσει, να τόνε βοηθήσουν.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω μ' ολίγα ψευτοδάκρυα, μ' ολίγα ψευτογέλοια, κι' άμα κυττάζω 'στά 'ψηλά και χαμηλά και γύρω όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια. Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια, σκυλιά γαυγίζουν 'πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι, τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακόνουν βώδια, πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγη.

Εγώ έχω το ένα ποδάρι στο λάκκο. Παιδιά δεν έχω, σκυλιά δεν έχω. Πρέπει να φροντίσω μοναχός μου για τα υστερνά μου. Αποφάσισα να φκιάσω το παλάτι μου. Απ' αυτά τα παλάτια που φκιάνεις του λόγου σου κάτω στην ΑγιάΜαρίνα. Θα μου κάμης το μάρμαρό μου και θα γράψης από πάνω: Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης». Ο μαρμαράς τον κύτταξε καλά, και άρχισε να σκαλίζη το μάρμαρο. Πέρασαν χρόνια.

Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται Αυτό θα πη να χάσης το νοικοκύρη... Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι' αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου-κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκρισι, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε.

Ξέρεις τι να κάμης; . . . Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά . . . Και συ, αυτήν τη στιγμή, να τρέξης στο σπίτι . . . να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς . . . και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο' «Αμέρσα, είνε απάνω η μάνα;» . . .

Μαζί και τέσσεροι χρυσοί τσοπάνοι μονοσκοίνι κατέβαιναν, μ' εννιά σκυλιά π' ακολουθούσαν άσπρα. 578 Κι' έφτιασε μέσα ο θεϊκός τεχνίτης και λιβάδι 587 μες σε λακκιά, και πρόβατα που εδώ κι' εκεί βοσκούσαν, κι' έφτιασε στρούγγες και μαντρί και σκεπαστές καλύβες. Κι' έφτιασε μέσα αφρόσπαστο και τ' Ωκιανού το ρέμα 607 κοντά στο γύρο το στερνό της σκαλιστής ασπίδας.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν