Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Τα σφυρίγματα των τραίνων των βαποριών κάτω, ο θόρυβος κ' η βοή της Πάτρας, των δρόμων της, των κάρρων της, των αμαξών της, του κόσμου της, που ιδρόνει δουλεύοντας σκυλίσια ολημερίς, μόλις φτάνει ίσα μ' εκεί απάνω και πνίγεται μέσα στην ιδιαίτερη ζωή του μαχαλά, στο βοητό τ' αμονιού και στον κρότο του σφυριού των γύφτων.

Και παρήρχοντο αι ώραι. Αλλ' η γενική επί του πλοίου ησυχία και η μονότονος της θαλάσσης βοή, και του σκάφους η κίνησις ήρχιζον βαθμηδόν να επενεργώσιν επί του απηυδημένου μου σώματος.

Αφίνομεν την Ραιδεστόν, χαιρετίζομεν την Καλόλημνον ως πάπιαν εν μέσω της Προποντίδος παίζουσαν και ούτως εν χαρά πλέον με τα πανιά γιαλό-γιαλό από τον Άγιον Στέφανον ς' τους δύο Τσεκμετζέδες παραπλέοντες αράξαμεν μίαν αυγήν από κάτω από τα Ψωμαθειά της Πόλεως. Βόμβος αόριστος, ως ανέμου μακρυνού βόμβος, έφθανε προς ημάς, η βοή της μυριοποθήτου Βασιλευούσης.

Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη: — Οι χριστιανοί! . . . οι χριστιανοί! . . . . Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμονκαι εν ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν.

Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίστηκαν οι εχθροί του. Και γύριζε τώρα νικητής στη χώρα τη δική του. Τα βούκινα και τα τούμπανα όλο ζυγώνανε στη χώρα κ' έτρεμε ο αέρας από τη χαρούμενη βοή τους. Ο γέρος ο βασιλιάς καβάλλησε το πιο όμορφο άλογό του, πήρε και την κορώνα τη χρυσή στα χέρια του και ξεκίνησε απ' το παλάτι.

Ενώ δε ήσαν παρατεταγμένοι οι Σκύθαι, διέσχισε τας τάξεις αυτών λαγός. Τούτου φανέντος όλοι έσπευσαν προς καταδίωξιν του. Επειδή δε εγίνετο ταραχή και βοή μεγάλη, ηρώτησεν ο Δαρείος την αιτίαν δι' ην εθορύβουν οι αντιπαρατεταγμένοι πολέμιοι.

Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν εκείνου του χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή.

Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί.

Μπαίνουν θεριστάδες, ωραία ντυμένοι· κάνουν με τες Νύμφες ένα νόστιμο χορό· προς το τέλος, ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ ταράζετ' έξαφνα, και μιλεί· ύστερα με μία παράξενη, κούφια, και ανακατωμένη βοή, θλιβερά γίνοντ' άφαντοι. Είχα λησμονήσει τη μαύρη εκείνη συνωμοσία του ζώου Κάλιμπαν με τους συντρόφους του, να με χαλάσουν· η διωρισμένη στιγμή επλάκωσε. Εξαίρετα. Φευγάτε· παύσετε.

Την είχε πάρει ο Διάκος Χρονιάρικη ’ς τα Γιάννινα κι' από τ' αστέρι πούχε Καταμεσής ’ς το μέτωπο την έκραζεν Α σ τέ ρ ω. Έβραζ' ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του Την έφερν' ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου. Όλοι προσμένουνε βουβοί... Κανένας πεζοδρόμοςτο ξάγναντο δε φαίνεται... ο Μήτρος, πουν' ο Μήτρος;

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν