Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Η βοή του σιρόκου η ακατάβλητος εκόμιζε τώρα μέσα εις τον ναΐσκον λυγμούς και θρήνους, εκόμιζε και των ναυαγίων τα τριξίματα, τα οποία ριπτόμενα κατά του μαρμαρίνου κρηπιδώματος του λιμένος εκρότουν θραυόμενα. Η τρικυμία επεκταθείσα είχεν εισορμήσει πλέον μέσα εις την πόλιν εν πλημμύρα φοβερά.
Δεν ήρχετο δε διότι, κατά κακήν τύχην και ωσάν να μη ήρκουν τα άλλα, ηγέρθη αίφνης σφοδρότατος άνεμος και εβόυζε μαινόμενος περί τους τοίχους της οικίας, και εσύριζε σείων τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Ενίοτε μου εφαίνετο ότι κλονείται η οικία ολόκληρος και η κλίνη μου συγχρόνως. Ελυπούμην τον δυστυχή Νίκον αναλογιζόμενος οποίαν εντύπωσιν θα προξενή εις αυτόν η βοή της τρικυμίας.
Δεν ήξευραν δε πλέον πώς να μεταχειρισθούν τον εαυτόν τους, διότι δεν ηδύναντο να βλέπουν τα προ των οφθαλμών των, και η μεγάλη βοή των πολεμίων τους ημπόδιζε να ακούουν τα προστάγματα. Ο κίνδυνος τους είχε περικυκλώσει από παντού και ουδεμίαν πλέον είχαν ελπίδα να σωθούν μαχόμενοι.
Η βοή των χορδών και ο συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων χριστιανών.
Άκουσε ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μια βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν «Φόνισσα! . . . Φόνισσα! . . . »
Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται. «Τι θέλουν είπα;» ξαναλέει με ορμή ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.» «Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα! δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός», ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλοίμονον! πώς είσαι συ, 'πού 'ς το άδειο τα μάτια προσηλόνεις, και με τον άυλον αέρα λόγους έχεις; Άγριο το πνεύμα σου 'ς τα μάτια σου προβάλλει, και ως στρατιώταις 'ς τον ύπνον, αν βοή πολέμου τους εξαφνίση, ομοίως και τα πλαγιασμένα μαλλιά σου, ωσάν ζωήν τα εκφύματα να είχαν, ορθά πετιούνται· Αμλέτ', ευγενικό παιδί μου, μέσα 'ς της ταραχής την φλόγα, οπού σε καίει, ράνε ψυχρήν υπομονήν.
Αίφνης τρομερός κρότος ηκούσθη, υποχθόνιος βοή αντήχησε, το έδαφος εσαλεύθη υπό τους πόδας των δύο τούτων ανθρώπων. Σεισμός μετά πατάγου και βροντής μεγάλης συνέβη. Τα δύο ταύτα πρόσωπα αντήλλαξαν πεπηγότα βλέμματα. Ο Μάχτος κατέστη κάτωχρος. Τι είνε; Τι συμβαίνει; Τας λέξεις ταύτας ουδείς εξήνεγκεν εκ του στόματος, αλλ' ενδομύχως μόνον εσχηματίσθησαν αύται εις το βάθος των φρενών.
ΑΝΤΩΝ. Ω! ήταν βοή αρκετή να δειλιάση κ' ένα θερίο, να κάμη σεισμό· εμούγγριζε βέβαια ένα κοπάδι λιοντάρια. ΑΛΟΝΖ. Άκουσες αυτά, Γονζάλε;
Αι χιλιάδες φουστανελοφόρων μαχητών, το αγέρωχον ύφος και η τραχεία γλώσσα των, τα περιφρονητικά βλέμματα δι' ων με κατεμέτρουν, αι απότομοι φράσεις δι' ων απεκρίνοντο εις τας δειλάς ερωτήσεις μου, η βοή και η κίνησις και η σύγχυσις του στρατοπέδου, τα πάντα ομού με κατεθορύβουν. Δεν ήτο βεβαίως ο τόπος κατάλληλος διά γυναικόπαιδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν