Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Η βοή των αμαξών και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα. — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.
Οι έτοιμοι προς απόπλουν νησιώται, και οι περιμένοντες επιβάτας, επήγαινον, ήρχοντο, ωμίλουν, εφώναζον, εχώριζον τα πράγματά των, τα εφόρτονον εντός των ολίγων λέμβων της Σκάλας· εν συνόλω η βοή και ο θόρυβος δεν μας επέτρεπον να συνομιλήσωμεν ησύχως μετά του Κ. Μελέτη, και αν έτι είχομεν πολλήν προς τούτο διάθεσιν. Αφού απεγεύθημεν, εξήλθομεν του καφενείου.
Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν.
Αίφνης ισχυρά βοή ετάραζε την ηρεμίαν του σπηλαίου· φωναί, γέλωτες, τραγούδια αντήχησαν και μετ' ολίγον εισώρμησαν από μιας σχισμής οι μήνες όλοι εν ευθυμία. — Μάρτη! ορέ Μάρτη, κρασί! εφώναξεν ο Θεριστής, κρατών το κυρτόν του δρέπανον εις τον ώμον και εις την κεφαλήν φέρων το ψιαθωτόν κάλυμμά του.
Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έρριξε λίγα λόγια με συγκίνηση: — Ο Θεός να σαναπάψη, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ' αναπάψη! Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Ταπόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό. Έπειτα τώμαθα.
Σχεδόν κάθε δέκα λεπτά εγίνετο ψηφοφορία. Κοπιωδεστάτη υπήρξεν η σύνοδος εκείνη. Τα νομοσχέδια επέπιπτον σωρηδόν, ως βροχή, ως χάλαζα, κ' ετάραττον τον ύπνον του αγαθού επαρχιώτου. Μόλις απεκοιμάτο κ' ετάραττον τον ύπνον του, εμφανιζόμενα ως «αναβάται και τριστάται», ως άμαξαι τέθριπποι, ως στρατεύματα παρελαύνοντα εν ήχω σαλπίγγων, εν βοή και αλαλαγμώ.
ΛΕΟΝΤ. Εγώ όμως με θάρρος επροχώρησα εις το μέσον, ωπλισμένος όχι χειρότερα από τον Παφλαγόνα, αλλά κατάχρυσος και εγώ, ώστε ήλθε βοή θαυμασμού και από το μέρος των δικών μου και από το μέρος των βαρβάρων• διότι και εκείνοι άμα με είδαν με εγνώρισαν, προ πάντων από την ασπίδα, από τα φάλαρα και το λοφείον. Για πες, Χηνίδα, με ποίον τότε με παρωμοίασαν όλοι;
Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα Απλόνονται αντάρα. Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν, Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . . Και μια βοή — 'σάν ποταμιού — Ακούω εκεί κάτω. Θόρυβος μέγας γίνονταν, Και ταραχή μεγάλη. Ακούω μαύρους στεναγμούς, Ακούω μοιρολόγια. Ακούω και κλαψήματα, Και λόγια, πόνου λόγια. Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε! Και μ' έπιασε μια ζάλη! Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα Ήταν βαθειά.
Ούτω δε την πορείαν πατρός και υιού διά του χωρίου συνώδευεν η βοή εκείνη των αγρίων υλακών και επηύξανε την σύχισιν του Μανώλη, όστις αρπάσας πέτραν μεγάλην, την έρριψεν ως ωργισμένος Τιτάν κατά των σκύλων. Ταποθαμένα σας! να μάςε φάτε θέτε; Αλλ' αντί των σκύλων, ολίγον έλειψε να φονεύση ένα γέροντα θερμαίνοντα εις τον ήλιον τους ρευματισμούς του.
Σηκώνεις τες πλάτες, παληόκορμο; αν αμελήσης, ή αν κάμης κακοθέλητα την παραμικρή από τες προσταγές μου, σε στρεβλώνω με γεροντικά μουδιάσματα, σου γιομίζω τα κόκκαλα σφάγια, όσο να βγάλης μουγκρίσματα και βοή, τα θεριά να τρομάξουν. Πρέπει να υπακούσω· τόσο μπορεί η τέχνη του, ώστ' ήθελ' είναι αρκετή να υποτάξη τον Θεό της μητρός μου, τον Σέτεβο, να τον προσκυνήση. Το τραγούδι του Άριελ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν