Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Έχεις βεβαιότητα ότι θα σε δεχθή; επέμεινεν ο Θεόδωρος. — Ειπέ του ότι τον ζητεί ένας, ο όποιος έχει κάτι να του ειπή. Ο Θεόδωρος εδίσταζεν. Ο ξένος δεν είπε τι προς αυτόν, αλλ' η στάσις του ενέφαινεν αξιοπρεπή επιμονήν. — Και ποίος να είπω ότι τον ζητεί; ηρώτησεν ο Θεόδωρος. — Είς μοναχός, δούλος του Θεού του αληθινού, όστις έχει σπουδαία να τω είπη.

Αγκαλά, κυρ Δημητράκη, κι' ο γυιος σου, καθώς έμαθα, ο Αγάλλος ήταν από διαβάτ' κι' αυτός, είπεν ο Καπετάν Πέρρος, ήταν μαζί με το τσούρμο. — Ποιο τσούρμο, καπετάν Πέρρο· στο καράβι είν' ο νους σ'; — Μαζί μ' αυτούς που έκαναν την πατινάδα, ηρμήνευσεν ο παπά- Ζαχαρίας. Κ' εγώ τ' άκουσα, κυρ Δημητράκη. — Τι λες, παπά; — Το ναι, ναι, και τo ου, ου, επέμεινεν ο παπάς.

Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.

Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν πρώτατη δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια, ως που να καταντήσειεκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα παληόχαρτα. Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου.

Αλλά τώρα ότε η Ζερβούδαινα του παρέστησε το πράγμα ως ελάττωμα και ασχημίαν, ήρχισε να σκέπτεται και να ενδοιάζη. Μήπως τωόντι ήτο ελάττωμα; Αλλ' αφού εις αυτόν εφαίνετο ωραίον; — Εμένα μ' αρέσει, επέμεινεν ο Μανώλης. — Αι, να τήνε πάρης, παιδί μου, να τήνε χαίρεσαι, είπε με συγκρατούμενον πείσμα η Καλιώ. Να χαίρεσαι τα μουστάκια τση και τη μαυρική τση.

Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

Εκεί επάνω, είπεν η Βεάτη, και έκαμεν αόριστον χειρονομίαν. — Πού; εκεί; επέμεινεν ο Σκούντας δεικνύων διά της χειρός. Η Βεάτη ηναγκάσθη να δείξη το υπερώον. — Ας έβλεπα μόνον το δωμάτιόν της, είπεν ο Σκούντας, και δεν επιμένω να της ομιλήσω. — Υπομονή, είπεν η Βεάτη· όταν νυχτώση, ειμπορούμεν ναναβώμεν μαζή, προσέθηκε ταπεινή τη φωνή. — Α, σας παρακαλώ, είπεν ικετικώς ο Σκούντας.

Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι. — Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι. Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου, και μη θέλης άλλο περισσότερον.

Δεν είνε εδώ; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Ο Τρανταχτής έχει λοιπόν συμφέρον διά την νέαν ταύτην; — Βέβαια, έχει συμφέρον. — Και ποίον συμφέρον έχει; επέμεινεν η Βεάτη. — Δεν είνε εδώ πρώτα; ηρώτησε κατ' επανάληψιν ο Σκούντας. — Ποίον συμφέρον έχει; είπεν αύθις η Βεάτη. — Συμφέρον... και πολύ μεγάλο συμφέρον. Αλλά δεν μ' είπατε αν είνε εδώ αυτή.

Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν·Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν