Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Από μια κόγχη, που σχημάτιζαν οι πέτρες και όπου είχε καταφύγει ο Έφις με τους συντρόφους του, έβλεπε να περνούν οι φιγούρες μέσα από την ομίχλη σαν να ήταν επάνω στα σύννεφα και η ιστορία του Κατακλυσμού, που ο νεαρός τυφλός εξιστορούσε, του φαινόταν πως ήταν η δική τους ιστορία. Να, μερικοί πατριάρχες είχαν σωθεί και κατέφευγαν στο Βουνό.

Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματα εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνη πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να την περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα, διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα.

Ομίχλη ελαιοκαπνού, σύννεφον, σχηματισθέν, ως από εστιών απειραρίθμων λουκουμαδοποιείων, κατεκάλυπτε τους οικίσκους και τον λιμένα, πυκνωθέν εις μίαν ατμοσφαίραν, όζουσαν ελαίου και τηγανίτας. Ο χρυσούς μεσονύκτης, ο Άρης, του μεσονυκτίου το λαμπρότατον άστρον, ηκτινοβόλει προς δύσιν αιθερίως, ως μυστηριώδεις πανόπτης οφθαλμός.

Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, Περνάουν απ' έμπροσθέν μου Των ψυχών η χιλιάδες· Τα χέρια των ακόμα Στάζουσιν αίμα. Άνομοι, τον Σταυρόν Εχθρόν επήραν· και άγγελος Τους οδηγεί· εις το πρόσωπο Του λάμπει η καταδίκη, Ρομφαίατο χέρι Ιδού ανά δεκάδας, Πετάουν και των Ελλήνων Τα πνεύματα ελαφρά· Αστράπτουν ως η ακτίνες Του πρώτου ηλίου.

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Η σοφία της ημετέρας ηρωίδος έλαμπεν εις το πυκνόν εκείνο σκότος ως φάρος εν τη ομίχλη νεφελώδους νυκτός. Πλήθος ακροατών, πολλάκις δε και αυτός ο Πάπας Λέων, συνέρρεον εις το μοναστήριον του Αγ.

Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο. Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να φροντίση για τροφή της λεχώνας.

Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλόν του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Συ δεν είχες πίστι δώση πως θεές είνε και τούτες, ούτε ο νους σου το είχε βάλη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, όχι μα τον Δία• εγώ είχα γνώμην άλλη, πως καπνός, δροσιά κι' ομίχλη ήτανε μονάχ' αυτές. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, 'ς αυτό δεν έχουν δίκηο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα σαν είν' αυτές Νεφέλες, πώς τους ήλθε, πες μου, κ' ήλθαν όπως κ' η θνητές κοπέλλες, με το να μην είν' κι' αυτές σαν και τούτες της θνητές;

Λέξη Της Ημέρας

ανέμους

Άλλοι Ψάχνουν