United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τινας ώρας το δίστιχον έκαμε τον γύρον του χωρίου, συνοδευόμενον και υπό εμπαικτικού επιθέτου. Διά να συμπληρώση το έργον της η Σπυριδολενιά, τον επωνόμασε Πατούχαν, εμπνευσθείσα από τους πλατείς του πόδας, το καταπληκτικώτερον χαρακτηριστικόν του καταπληκτικού εκείνου εφήβου.

Ήτο τω όντι πολύ δύσκολον ν' αναγνωρίσωμεν τον μικρόν Κώσταν, διότι, καθ' ην ημέραν τον είχομεν ιδεί κλαίοντα και ακολουθούντα το υπερήφανον αρχοντόπουλον, είχε και το πρόσωπον και το σώμα του καταλασπωμένα, γυμνούς τους πόδας, ενδύματα δε ρυπαρά και εσχισμένα· ενώ ο μικρός μαθητής του Πέτρου ήτο ήδη καθ' όλα καθαρώτατος· ούτε ανυπόδητος ήτο πλέον, αλλ' ούτε ρακενδύτης.

»Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω·Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα.

Είνε λοιπόν νέος, προσέτι δε απαλός. Και τόσον απαλός, ώστε θα ήτον ανάγκη ενός ποιητού οποίος ο Όμηρος διά να παραστήση την απαλότητα του θεού. Διότι ο Όμηρος λέγει περί της Άτης ότι είνε θεά και απαλή· τουλάχιστον διά τους πόδας αυτής λέγει: απαλοί οι πόδες αυτής· διότι εις την γην δεν εγγίζει, αλλά εις των ανθρώπων επάνω τας κεφάλας πατεί.

Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος.

«Όταν γίνη βασιλεύς των Μήδων ημίονος, τότε, ω Λυδέ αβρέ τους πόδας, φύγε εις την χαλικώδη Έρμον· μη μένε, και μη εντρέπου να φανής άνανδρος

Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας.... — Ευλόγησον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον.

Η τιμωρία του Τερερέ ήρεσεν εις τον Σαϊτονικολήν, αλλά του εφάνη ανεπαρκής και εφρόντισε να την συμπληρώση την επιούσαν, γρονθοκοπήσας τον μάγον όταν τον ήκουσε ν' απειλή εκ νέου ότι θα κάμη και θα δείξη, εις κύκλον χωριανών, εις τους οποίους εδείκνυε τα μαύρα ίχνη, τα οποία είχεν αφήση εις τας χείρας και τους πόδας του το σχοινίον, και να διηγήται πως εσώθη εκ της κρεμάλας υπό του κατά τύχην διελθόντος μετ' ολίγον Αστρονόμου.

Αλλά μετά τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ' έπεσε, κτυπήσας ελαφρώς εις το γόνυ. Εκεί όπου είχεν αναβή η Φραγκογιαννού, ήτο το βουνόν του Κουρούπη, βορεινόν, βραχώδες, απάτητον, και τους πόδας του εφίλει και έπληττε το κύμα του πελάγους. Η θέα ηνοίγετο προς την ακτήν της Μακεδονίας, την Χαλκιδικήν, και τον μέγαν Άθωνα. Η θέσις όπου έφθασεν η καταδιωκομένη γυνή εκαλείτο το Κοχύλι.

Αλλ’ ύπαγε, γέρον, κίνει τους πόδας σου ταχείς και νίκησε το γήρας σου. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Σπεύδω, βασιλεύ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Πρόσεξε μη καθίσης εις δάσους σκιάν ούτε παρά δροσεράς πηγάς υδάτων, μήπως σε δελεάση του ύπνου η αγκάλη. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Άναξ, μη με αδικής.