United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .

Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα θριαμβευτικόν. Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας. Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος.

Εκεί, έμπροσθεν των δύο λίθων, επέζευσεν ο παππά Νάρκισσος. Ο Γεροθανάσης έδεσε διά του σχοινίου τους δύο εμπροσθίους πόδας του όνου, προς περιορισμόν της ελευθερίας του, και εισήλθεν εις τον μικρόν καλλιεργημένον περίβολον, προχωρών προς την καλύβην. Ο ιερεύς τον παρηκολούθει. Μετ' ολίγα βήματα ο χωρικός εστράφη.

Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε. — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον· Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ.

Και όμως ιδού Άνθρωπος όστις ανεμιγνύετο ελευθέρως και οικείως μετά των τελωνών και αμαρτωλών! Το δε χείριστον, υπέφερεν ώστε γυναίκες από τας οποίας είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, να Τον συνοδεύωσιν εις τας οδοιπορίας Του, και πόρναι να λούωσι τους πόδας Του με δάκρυα!

Η νεότης, το κάλλος και η περιπάθεια ήσαν επιχειρήματα καθιστώντα ακαταμάχητον την ευγλωττίαν του νέου κατηχητού, ώστε η Ιωάννα καταπατήσασα μετ' ου πολύ υπό τους μικρούς πόδας της τα τε παραγγέλματα του Μωϋσέως και την γυναικείαν αυτής στολήν, ενεδύθη το ράσον και υπεδέθη τα σανδάλια εκείνα, άτινα έμελλε μετά τινα έτη να τείνη προς ασπασμόν εις τους μεγάλους της γης, περί τον θρόνον της γονυπετούντας.

Αι ετοιμασίαι διά το δείπνον. — Το εστρωμένον ανώγεον. — Έρις περί πρωτοκαθεδρίας. — Ο Ιησούς νίπτει τους πόδας των μαθητών. — «Καθαροί εστε αλλ' ουχί πάντες». — Διδασκαλία περί ταπεινώσεως. — «Είς εξ υμών παραδώση Με». — «Μήτοι εγώ ειμι διδάσκαλε;» — Η παράδοσις του φριχτού μυστηρίου της Αγίας Ευχαριστίας.

Λέγω προς τον Δήμιον: — Άνθρωπε! διατί κρεμάς ούτω τον όμοιόν σου; Έχει και αυτός δύο πόδας, διά να βαστάζωσι του σώματός του το βάρος όπως και συ· και λαιμόν έχει ελεύθερον, διά τον αέρα.

Και ύστερον πώς να μη μοσχοβολά το χώμα; Πόσις. — Ναι, εγώ ο Πόσις. Σου επλήρωσα, ω Δάμαρ, την δεσποτείαν ακριβά. Δάμαρ. — Τι μ' επλήρωσες; Πόσις. — Έσκαψα, ως ασπάλαξ, βαθέως την γην, δια να ανακαλύψω χρυσόν και άργυρον, διά να κεντήσης τα πέδιλά σου, να τα φορής, να πατής και να τρίζη η γη υπό τους πόδας σου.

Αλλ' η διαγωγή του Τρέκλα προς τον Χόμο ηδύνατο ου μόνον παρά τοις κυσί, αλλά και παρά τοις ανθρώποις να χαρακτηρισθή ως επίμεμπτος. Σπανίως τω έρριπτε κόκκαλόν τι, συχνότατα όμως τω επεδαψίλευε μαστιγώσεις. Και όμως ο Χόμο δεν απέκαμνε να υπομένη τας δυστροπίας του, εκάθητο δε παρά τους πόδας αυτού μετά παραδειγματικής εγκαρτερήσεως.