United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θεοκατάρατε! Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος.

Αν όλοι οι νέοι σαν κιαυτόν έπαιρναν τανάπλαγα να ζουν σαν αγριόγιδα, τι θα εγίνοντο η κοπελιές; καλόγρηες; Κείχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια το χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, που δεν ήξερε κανείς να διαλέξη. — Αι, μωρέ παιδί, ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής ευθύμως, να μην έχω 'γώ τη νιότη σου!

Ενώπιόν του ευρίσκετο ο δάσκαλος, ο φοβερός καλόγερος, αμετάβλητος, με την διαφοράν ότι τώρα προσήρχετο μειδιών να τον χαιρετήση. Ο Μανώλης, τον οποίον μία ορμή αλόγιστος ώθει εις φυγήν, ανεφώνησεν ασθμαίνων, ως να είχε διατρέξει λεύγας: — Φύγε! μη μου σιμώνης!

— Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας; Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να μετριάση. — Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ; — Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.

Πού συνέβη τούτο; — Εις της εξαδέλφης μου. — Η εξαδέλφη σου γνωρίζει τας θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους; — Ω ναι! Ήτο φίλη της μητρός των. — Α! τώρα καταλαμβάνω, ανεφώνησεν ο Κ. Πλατέας. Η εξαδέλφη σου ήκουε τους αναστεναγμούς σου! Εκείνη εγνώριζε το μυστικόν σου. Διά τούτο δεν μου είπες ποτέ τίποτε εμέ.

Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε: — Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανωλιό; — Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανώλης. — Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος πουργεύει; Ο Μανώλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών. — Μα δεν είνε και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή. — Εσύ να κάνης τη δουλειά σου και να μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν.

Και όταν δεν υπάρχη φύσις, είπεν ο κ. Π. μετ' εμφάσεως δογματικής, δεν υπάρχει ποίησις. — Βέβαια, είπον εγώ, επιδοκιμάζων το αξίωμα, αφίνων όμως υπεύθυνον διά τον δεύτερον όρον του συλλογισμού του τον κ. Π., όστις δεν εζήτει να εύρη την φύσιν ειμή επί του άκρου του σιγάρου του. — Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — ανεφώνησεν ο κ.

Σε ηπάτησα λοιπόν, ότε σου την εγκωμίαζα; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Θησαυρός, αδελφέ, ανεφώνησεν ο Πλατέας. Θησαυρός! Μετά έξ μήνας, εξηκολούθησε, θα σου ζητήσω νέαν εκδούλευσιν. Σε θέλω ανάδοχον του ανεψιού σου. — Και σεις; υπέλαβεν ο Λιάκος. — Α! Και σεις λοιπόν! Και οι δύο φίλοι ενηγκαλίσθησαν αλλήλους πλήρεις χαράς.

Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του Σόλωνος. — Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα και παγωτά . . . — Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαράτο!

Και όλοι εξέφραζον φόβους ότι θ' απερρίπτοντο, διότι τον ένα εμίσει ο ελληνιστής, τον άλλον δεν εχώνευεν ο «Γάλλος», ο άλλος είχε πάρει πολλά μηδενικά από τον καθηγητήν των λατινικών. — Α! αυτός ο Λατίνος! ανεφώνησεν είς εξ αυτών, είνε ο Κατιλίνας μου!