United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήλθεν ένας χειμώνας, ήλθεν ένα καλοκαίρι, ήλθεν άλλος χειμώνας, ήλθεν άλλο καλοκαίρι, ο Στεφανάκης τους έστελνεν από τα Χριστούγεννα εις την Λαμπρή, και από την Λαμπρήτα Χριστούγεννα, την ημέραν δ' ακριβώς την ορισθείσαν υπό του ιδίου διά τον γάμον, έκαμνε τον θυμωμένον, εκάκιονε με το παραμικρόν, ελάμβανε την κασσελίτσα του και την τσεργίτσα του και επήγαινε και εκοιμάτο εις το καφενείον.

Το ελάχιστο, αυτός ο Ιωαννίδης δεν θα πάρη σύνταξι, τίποτε; τον ναυτολογώ ταχτικά! Τίποτε δεν του λείπει. Τα χαρτιά του είνε σωστά. Εγώ, ας κουρεύομαι. Και στρεφόμενος προς μεσημβρίαν, έκαμνε λίαν εκφραστικήν χειρονομίαν, με τον αντίχειρα και με τον δείκτην λέγων·Όρσε, κουβέρνο! Και ουχ' ήττον υπέφερε πολλά διά να τον «περάση στα χαρτιά» αυτόν τον Γιάννην τον Πανταρώταν.

Ο ψάλτης υπενύσταζε και έκαμνε «μετάνοιες» όρθιος στο στασίδι, κι' ο γέρο- Δημητρός, ο πρώην νεωκόρος κ' επίτροπος επί των εξωκκλησίων, χωρίς ο νους του ν' αποσπάται απ' το παγγάρι και τα κηρία, έπαιρνε «δύο τροπάρια» καθιστός στο στασίδι. Ο Γιάννης άγρυπνος δεν έπαυε να γελά.

Και τότε το πρόσωπον εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον, ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων.

Αλλ' ήτον ετοίμη να συναινέση. Την ιδίαν στιγμήν, με την τελευταίαν ακτίνα του ηλίου ήτις εχρύσωνε την κορυφήν του ανατολικού λόφου με τους ελαιώνας τους πολλούς, κ' έκαμνε να στίλβη το φύλλωμα των ελαιών, εφάνησαν δύο άνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοι από ένα μονοπάτι, μεταξύ δύο ελαιώνων. Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη κ' ετρόμαξεν.

Ήτο ευτυχισμένος να εργάζεται εις το περιβόλι και να βλέπη την αδελφήν του· χωρίς όμως να το δείχνη, εζωογονείτο οσάκις ήρχετο από ταξείδι ο γαμβρός του και διότι τον αγαπούσε πολύ, αλλά προπάντων διότι η αδελφή του ήτο πλέον ευχαριστημένη τότε, του έκαμνε όμως πάντα τον θυμωμένον, τον δυσαρεστημένον και με πείσμα παιδιού του εζητούσε τα εκατόν τόσα τάλληρα, την παλαιάν των διαφοράν.

Η Κρατήρα όμως το έκαμνε και από επίδειξιννοικοκυρά αυτή με τόσα περιβόλιααλλά ηρέσκετο και εις την φλυαρίαν των φούρνων. Διότι, ως γνωρίζετε, εις τα χωρία υπάρχουσι καφενεία διά τους άνδρας, και φούρνοι διά τας γυναίκας.

Ιδίως όμως εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι. — Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;

Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε.

Ο Περιγουρδίνος διπλασίασε τις φιλοφρονήσεις, τις περιποιήσεις του κ' έδειχνε τρυφερό ενδιαφέρο για ό,τι έλεγε ο Αγαθούλης, για ό,τι έκαμνε, για ό,τι ήθελε να κάνη. — Έχετε λοιπόν, κύριε, του είπε, ραντεβού στη Βενετία; — Μάλιστα, κύριε αββά, απάντησε ο Αγαθούλης. Είναι απόλυτη ανάγκη να πάω να συναντήσω τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.