United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη! Ανάθεμά σε ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

Ο κόσμος χόρευε και έπαιζε μουσική, το ηλιοβασίλεμα έβαφε τριανταφυλλί το καμπαναριό, τις στέγες, τα δέντρα τριγύρω. Από την εκκλησία έβγαιναν ψαλμωδίες δοξολογίας που συνόδευαν τη χορευτική μουσική, και μια μοσχοβολιά από λιβάνι που μπερδευόταν με τις μυρωδιές των περιβολιών. Όσο όμως και αν έψαξαν, δεν βρήκαν τον ψεύτικο άρρωστο στην αυλή, ούτε στην εκκλησία ή στους δρόμους τριγύρω.

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!

Ο άθλιος! όπου τη θύρα εχτύπησε στο σπίτι μας, πούχ' ευτυχία, μα χαράπου να χαθή! που να χαθή! — δεν έφερε καμμιά, κ' έχει γελάση μόνο την κυρά, — που οι θεοί να μη δεχθούν, όταν θα κάνη θυσία μ' ευκολάναφτο λιβάνι.

Άι μ' Νικόλα μ', που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . . αχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν απόκερο από μέσ' απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ της νυχτερίδες και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . . και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κ' εγώ να σου φέρω άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.

Κάποιος άρρωστος όμως βογκούσε μέσα στο θλιβερό σαν στάβλο φυλάκιο και ο ανθρώπινος πόνος τάραζε την ερημιά. Ο Έφις ξεκίνησε πάλι πριν την αυγή, πιο κουρασμένος από πριν. Και να τα βουνά της Ολιένα να ξεπετιούνται μέσα από τα λευκά πυκνά σύννεφα σαν μια μάζα από λιβάνι μπροστά στο τραχύ θυσιαστήριο από γρανίτη της Ορτομπένε.

Καθ' οδόν εσκεπτόμην διά την γλισχρότητα του Μνησιθέου, ο οποίος εκάλεσεν εις γεύμα δέκα έξ θεούς και εθυσίασε μόνον ένα πετεινόν, και αυτόν γέρικον και πάσχοντα από κόριζαν, και τέσσαρα κομμάτια λιβάνι, και αυτά μουχλιασμένα, ούτως ώστε έσβυσαν αμέσως και ο καπνός των δεν επρόφθασε να φθάση εις την μύτην μας.

Την νύκτα εφοβούμουν να μείνω μονάχος· έβλεπα στον ύπνο μου εκείνους πού είχα θάψη και το ψωμί που έτρωγα μου φαινότανε πως μυρίζει λιβάνι. Με τον καιρόν όμως εσυνείθισα να μη σκιάζωμαι τους αποθαμμένους και να λυπούμαι ολιγώτερο τους ζωντανούς. — Ώστε, του είπα, είσαι τώρα πλέον ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος! ανέκραξεν ο Ζώμας, του οποίου ήστραψε και πάλιν το βλέμμα.