Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Στο μακρινό του όμως εκείνο ταξίδι Θεός το ξέρει πόσοι εχτροί τον τριγύριζαν... Στάλθηκε αμέσως στην Πόλη το λείψανο. Προβγήκε και το προαπάντησε η χήρα του η Χαριτώ, που της έμνησκε ένα του τέκνο, μωρό παιδί ακόμα, που αν και καμωμένο από τότες «Νομπιλίσσιμος», δεν είτανε γραφτό του να φορέση πορφύρα.
Η Ευρύκλεια τότε η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; ξεύρεις πως είν' ασάλευτη και αδάμαστ' η ψυχή μου, και, ως να 'μουν λίθος στερεός ή σίδερο, θα μείνω. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 495 αν σου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, μίαν προς μίαν θα σου ειπώ 'ς το σπίτι ταις γυναίκαις, και αυταίς, 'που σε καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου· Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης 515 Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δύναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· 520 Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης. Μ Υ θ Ο Σ Ζ.
Ο χρόνος σ’ εφανέρωσεν, εκείνος όπου όλα ξέρει να φανερώνη° τον γάμον τον αποτρόπαιον, που σπάρθηκες και που ’σπειρες, αυτός καταδικάζει. Αλλοί σου του Λαΐου, τέκνο δύστυχο, άμποτε να μη σ’ έβλεπα! Δέρνομαι και μυρολογώ και γόους αφήνω από το στόμα. Όμως από σε σώθηκεν η πόλις από τα δεινά κ’ ημπόρεσα να κλείσω μάτι.
Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150 'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα• το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155 και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160 αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»;
Η Ευρύκλεια τότ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Ω τέκνο μου, 'ς την άπταιστη μην αποδίδης πταίσμα· 135 κρασί 'πινε καθήμενος, όσ' ήθελε, αλλά πλέον πείναν δεν είχε, ως έλεγε 'ς αυτήν, 'που τον ερώτα. και την γλυκειάν ανάπαυσιν ότ' ενθυμήθη εκείνος, κλίνην αυτή παράγγειλε ταις δούλαις να του στρώσουν, και αυτός ως έρμος άμοιρος δεν έστεργε να πέση 140 εις κλίναις και παπλώματα, αλλ' εις βωδιού τομάρι αμάλακτο και 'ς ταις προβειαίς, 'ς τον πρόδομο, κοιμήθη. κατόπιν εμείς σκέπασμα του ρίξαμεν επάνω».
Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου, Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δυναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης.
«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805 να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων•
Όλα σε τάξι τάβαλεν ο Φοίβος με σοφία: εγέννησες ανώδυνα κανείς να μη σε νοιώση• μετά τη γέννα έβαλες στα σπάργανα το γυιό σου κ' εκείνος στέλνει τον Ερμή εδώθε να τον φέρη, και μόνος του τον έθρεψε μην τύχη και πεθάνη. Και τώρα κράτησε σιγή• μην πης πως εγεννήθη τούτο το τέκνο από σε και άφησε τον Ξούθο να παίρνη ευχαρίστησι μ' εκείνο που νομίζει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν