United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.

Οι δε αγρυπνούντες άρχοντες μέσα εις τας πολιτείας είναι τρομεροί διά τους κακούς εχθρούς και τους κακούς πολίτας, αγαπητοί δε και τίμιοι εις τους δικαίους και σώφρονας και ωφέλιμοι εις τον εαυτόν των και εις όλην την πόλιν. Λοιπόν, όταν η νυξ διέρχεται κατ' αυτόν τον τρόπον εκτός όλων των λεχθέντων, ημπορεί και να δώση ανδρείαν εις τας ψυχάς εκάστου πολίτου.

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, νυξ βαθεία, και η Αφέντρα, από την βαθείαν εκείνην σιγήν, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους, τους τόσον λεπτούς, ώστε αδυνατεί τις να εννοήση αν είνε της ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστον εκείνο και μυστηριώδες και ανεξήγητον θέλγητρον, χωρίς επί στιγμήν να νυστάξη, ησθάνετο ότι είνε παράωρα. Νυξ μακρά του Δεκεμβρίου, χρόνος η νύκτα.

Εν τούτοις η νυξ προυχώρει, και τούτο πάλιν προυξένει αμηχανίαν. Ο Πλήθων δεν ήθελε να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην μετά της Αϊμάς και δεν επεθύμει πάλιν ν' αφήση αυτήν μόνην. Την στιγμήν εκείνην ο φιλόσοφος μετενόει διότι απέπεμψε τον Πρωτόγυφτον. Ο δισταγμός του Πλήθωνος όπως μείνη μετά της Αϊμάς την νύκτα ουδέν το επίμεμπτον είχε. Προήρχετο καθαρώς εξ αβρότητος.

Η Μάρω κλαίουσα έδεσε διά της ερυθράς μεταξίνης ζώνης της τον λαιμόν του και ο Γιάννος την ακολούθει ήδη πιστώς κ' ευπειθώς εν τη αδιεξόδω και ατελευτήτω εκείνη πορεία. Μετά μικρόν η Μάρω ήρχισε ν' ανησυχή. Η ημέρα σιγά σιγά ολιγόστευε και μετ' ολίγον η νυξ θα κατέβαινε, μαύρη και απειλητική.

Πριν κινήση το στράτευμα, είχε πέμψει κήρυκας προς τους Ίωνας προσπαθών να τους αποσπάση από τον Κροίσον, αλλά δεν το κατώρθωσεν. Ανεχώρησεν όμως και ήλθε να στρατοπεδεύση απέναντι των Λυδών· οι δύο στρατοί εδοκίμασαν τας δυνάμεις των εις την πεδιάδα της Πτερίας. Η συμπλοκή εγένετο τρομερά· εκατέρωθεν έπεσαν πολλοί, η δε νίκη ήτο αμφίρροπος, ότε επήλθεν η νυξ και διεχώρισε τους μαχομένους.

Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν, να την απαγάγη . . . . Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων εψιθύρισεν.

Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185 . . . δύο παιδιά κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμναν μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά.

Επολέμησαν δε μετά τοσαύτης ισότητος δυνάμεων, ώστε, εκ των εξακοσίων συμπλακέντων ανδρών, τρεις μόνον επέζησαν· ο Αλκήνωρ και ο Χρόμιος από τους Αργείους, και ο Οθρυάδης από τους Λακεδαιμονίους. Έμεινον δε ούτοι ζώντες διότι επήλθεν η νυξ.

Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα.