Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Καθώς εμβήκεν από την αυλόπορταν, εστάθη παρά την δευτέραν θύραν και κατ' αρχάς εγρουτσάνισε δύο ή τρεις φθόγγους με το πλήκτρον επί του λαγούτου, είτα με τους όνυχας, ήρχισε να γρουτσανίζη και την σανίδα της θύρας. — Άνοιξε, Μαριώ μ', την πόρτα!... Ε! Κατερνιώ μ'! άνοιξε. Η Κατερνιώ, ή εκοιμάτο, ή έξυπνη ήτο, δεν έδωκεν απάντησιν.
Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον συνδράμωμεν διά να μην χαθή.
Καίτοι Βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπάρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν. Αλλ' ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο ν' ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα . . . και το &μαδέρι& της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.
Δύο-τρεις παράγκαι μανάβιδων ημιάνοιξαν μίαν σανίδα, διά να ψωνίσουν οι αμελείς τα σαλατικά των και τας οπώρας των· και έλαμπε κλεισμένη μέσα η διακόσμησίς των η εντελής, ως νύμφη κρυμμένη.
Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα.
Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της. — Τι κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία. Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε. — Τι είναι, μάνα; Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.
Τελευταίον «Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν» έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν». Τέλος, ο παπάς επήρε το Αρτοφόριον, από την σανίδα του εικονοστασίου, όπου το είχεν αποθέσει, και μετέδωκεν εις το νήπιον το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα.
Ο κυρ-Δημάκης δεν ήκουσεν. Αλλ' αίφνης, εκεί που ήτο εξαπλωμένος ο καπετάν-Παρμάκης, επί της κωπαστής, αφηρημένος προς το πέλαγος, συλλογιζόμενος — τις οίδε — πόσας και ποίας τρικυμίας, τας οποίας συνήντησε με την «Ελένην του», ρίπτει το τσιγάρον του εις την θάλασσαν, και κτυπά δι' ισχυρού κολάφου το πλατύ και ψημένον ως σανίδα μέτωπόν του. Οι οφθαλμοί του απήστραψαν: — Λύσε τον κάβο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν