Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας. — Και διά να πεισθής, ιδού. Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν. — Ιδού, διάβασε, είπεν. Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν: «Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ.

Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός. Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.

Η γραία έσυρε πάντοτε το καπίστρι, ως να ήθελε να βοηθήση την επίπονον πρόβασιν του ασθμαίνοντος υποζυγίου της· οι κακώς προσηρμοσμένοι τροχοί έτριζαν πενθίμως και το επ' αυτών βαρέλιον εξηκολούθει να ταλαντεύεται προς δεξιάν και αριστεράν ως μεθυσμένος βρακάς. Κατ' εκείνην την στιγμήν ο μεσημβρινός δαίμων μου ενεφύσησεν ιδέαν, ήτις μ' έκαμε να γελάσω.

Κατόπι προσεφκήθηκε κι' ο μαχητής Διομήδης «Άκου με τώρα, δέσποινα διόσπαρτη, κι' εμένα. Έλα μαζί μου, θέαινα, σαν που στη Θήβα πήγες 285 με τον πατέρα μου άλλοτες, το θεϊκό Τυδέα, σαν έσυρε των Αχαιών στη Θήβα αποσταλμένος.

Δύο φοράς ο Ταχίρ Γιάτσης έσυρε τον αντίπαλον μέχρι του οχυρώματός του. Άλλας τόσας ο αρματωλός πλησίον του ιδικού του. Ούτε ο ένας όμως ούτε ο άλλος επέτρεψεν εις τους συντρόφους την επέμβασιν είτε την βοήθειάν των. Και οι δύο είχον εννοήσει εξ αρχής της συμπλοκής ότι ήσαν παλληκάρια άξια εαυτών.

Σε αγαπώ και σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μουΒινίκιος Ο Ούρσος ήντλει ύδωρ από την στέρναν και ενώ έσυρε τους διπλούς αμφορείς τους προσδεδεμένους εις το σχοινίον, έψαλλε χαμηλή τη φωνή ένα τραγούδι της πατρίδος του. Οι οφθαλμοί του ακτινοβολούντες εκ χαράς εθεώρουν τας σιλουέτας της Λιγείας και του Βινικίου μεταξύ των κυπαρίσσων του κήπου του Λίνου.

Έτσι είπε ο Αίας κι' έσυρε, κι' αντάμα πήγε ο Τέφκρος 370 ο αδερφός του απ' άλληνε μητέρα και μαζί τους ο Πάντης με το λυγιστό του Τέφκρου πάει δοξάρι.

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα. — Είνε γυιός μου, είπεν.

Έψαξε της τσέπαις των δύο παιδιών, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ισχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον Άγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάραις και δεκάραις εις τα θυλάκιά του.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν